Δευτέρα 18 Μαΐου 2009

Χτίζοντας τη συναίνεση...


Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Όντας 55 χρονών, προσπαθώ να θυμηθώ πότε σε τούτο τον τόπο, «τον καμωμένο από πέτρα», είχαμε καλές εποχές θερισμού. Λέγοντας «καλές εποχές θερισμού», δεν εννοώ βέβαια κάποιες βραχύβιες καλές συγκυρίες, μα εποχές που πράγματι μας πήγαν τόσο μπροστά, ώστε το αναπόφευκτο πισωγύρισμα που συμβαίνει σε όλες τις κοινωνίες και τις οικονομίες, να άφηνε ένα θετικό «διάφορο». Αν τούτο το θετικό διάφορο πετυχαίναμε, ας πούμε στη διάρκεια της δικιάς μου γενιάς, τότε σήμερα, τα πράγματα θα ήταν πράγματι πολύ πιο καλά, και σε κάθε περίπτωση, πιο ευκολοδιαχειρίσιμα. Όμως, αυτό δεν έγινε. Τι λοιπόν έφταιξε; Έφταιξε ο σπόρος που δεν ήταν ίσως αυτός που έπρεπε να ήταν; Έφταιξε το έδαφος ίσως; Έφταιξαν ίσως οι μέθοδοι καλλιέργειας; Έφταιξε ίσως κάτι τη στιγμή της συγκομιδής;

Τι(ς) πταίει λοιπόν;

Ας το πούμε με όση διάθεση μας έμεινε ακόμα να μιλάμε για τα ιστορικά μας χάλια, τις ιστορικές μας αδυναμίες. Έφταιξαν όλα μαζί. Και είναι ακόμα ανάγκη να συμφωνήσουμε πoια είναι η σημαντικότερη ζημιά που έγινε, διότι αυτό είναι το ίδιο σημαντικό όπως τα ερωτήματα που μόλις προηγήθηκαν. Σε άλλα βήματα και άλλες αποφάσεις θα οδηγηθώ αν θεωρώ ότι τούτη είναι η πιο σημαντική ζημιά, και σε άλλα βήματα και άλλες αποφάσεις θα οδηγηθώ αν σαν ζημιά θεωρήσω κάτι άλλο. Η μετριότητά μου, πιστεύει ότι η μεγαλύτερη ζημιά που έγινε δεν είναι θεμελιωδώς οικονομικής φύσεως. Η οικονομική ζημιά είναι ίσως η πιο ορατή (διότι είναι η ευκολότερα μετρήσιμη με βάση τα ισχύοντα «μέτρα»), αλλά, κι αυτή, είναι παράγωγη ζημιά μιας άλλης πιο κύριας (και καίριας) που ταυτόχρονα είναι και η τροφός της παραπάνω ζημίας με την οικονομική διάσταση. Η θεμελιώδης ζημιά έγινε σε βάρος εκείνων των παραμέτρων που αποτελούν την προϋπόθεση της μακροχρόνιας βιώσιμης ανάπτυξης αλλά και εξόδου από την κρίση ανάπτυξης που μαστίζει τη χώρα. Το κλίμα εμπιστοσύνης, συνεννόησης και συναίνεσης σε εθνικό επίπεδο είναι μερικά από τα σημαντικά διακυβεύματα που εννοώ, ενώ η ιστορική λαϊκή μνήμη, από την άλλη, είναι το σημαντικότατο όλων των διακυβευμάτων. Φοβούμαι, ότι πλέον δεν θυμόμαστε ποια πράγματα στο παρελθόν μας στοίχισαν ακριβά, ποια μας ωφέλησαν. Η λήθη είναι ο θάνατος της αλήθειας, που εγκλωβίστηκε μέσα σε μια δαιμονιωδώς πολύβουη σιωπή. Η αλήθεια όμως, εξόν από ηθική αρετή, είναι και εξόχως σημαντική παράμετρος στο ουσιαστικό μάνατζμεντ (μικροοικονομικής ή μακροοικονομικής φύσεως αδιάφορο). Η ανάλυση SWOT π.χ. στο στρατηγικό μάνατζμεντ, (μια τεχνική που αναλύει όχι μόνο τους κινδύνους και τις ευκαιρίες στο εξωτερικό περιβάλλον μα και τις εσωτερικέ δυνατότητες και αδυναμίες ενός οργανισμού), είναι μια οδυνηρή πολλές φορές αυτοεξομολόγηση, όταν είμαστε υποχρεωμένοι να εντοπίσουμε και καταγράψουμε τις δικές μας, τις εσωτερικές μας αδυναμίες και προβλήματα, και είναι ακόμα πιο οδυνηρή ως πράξη όταν φτάνουμε στο θέμα της θεραπείας αυτών των προβλημάτων. (Συνήθως, εκεί πεθαίνει και η προσπάθεια, όταν δηλαδή, τα προβλήματα αρχίζουν να εντοπίζονται στο ανώτατο και ανώτερο μάνατζμεντ – η διαστροφή αρχίζει να φαίνεται από την περισσότερο ή λιγότερο φανερή μετάθεση των ευθυνών προς τα κάτω, μια «μεσσιανική» αντίληψη που έχει συχνά το ανώτερο και ανώτατο μάνατζμεντ για τον εαυτό του. Ποτέ καμία διοίκηση δεν θεώρησε τα προνόμιά της ως στοιχείο του κόστους. Κόστος είναι το μεροκάματο).

Το άρθρο αυτό, δεν γράφτηκε για να εκτεθούν «οι επί του θέματος θεωρίες». Δεν πρόκειται (και ούτε βέβαια είμαι σε θέση) να υποδείξω τη Μεγάλη Έξοδο (από τα προβλήματα). Μπορώ όμως να διαπιστώσω κι εγώ μαζί με άλλους ότι δεν υπάρχει άλλος χρόνος (και τόπος) για θεωρητικά γυμνάσματα. Ό,τι η συμβατική ακαδημαϊκή και μη σοφία είχε να εκθέσει σε θεωρητικό επίπεδο το έχει εκθέσει. Αναφερόμενοι δε ειδικά στην συμβατική ακαδημαϊκή σοφία, το ακαδημαϊκό κατεστημένο, δεν πρέπει να έχει παράπονο. Έχω την αίσθηση ότι ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν απασχολούνταν στο στενότερο και ευρύτερο δημόσιο τομέα τόσο μεγάλο πλήθος ακαδημαϊκών δασκάλων σε θέσεις ανώτατου ή ανώτερου μάνατζμεντ όσο τα τελευταία 10-15 χρόνια. Υπήρξε πολύς χρόνος οι όποιες επιστημονικές προτάσεις για λύσεις των όποιων γενικότερων ή ειδικότερων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν ιστορικά οι παραπάνω τομείς να είχαν εφαρμοστεί (και μάλιστα από τους ίδιους τους προτείνοντες!) και αποφέρει τα πρώτα τουλάχιστον θετικά δείγματα (και το κλασικό πια : οι εξαιρέσεις δεν πρόκειται να καταργήσουν τον κανόνα). Επομένως, χρειάζεται να υπερβούμε επί του παρόντος τη συμβατική ακαδημαϊκή θεωρητική προσέγγιση και να προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε εκ νέου τον «κοινό» συνετό και πρακτικό νου, και βεβαίως, ουδείς αποκλείει την συμμετοχή αλλά και ούτε παραγνωρίζει τη πράγματι σημαντική συμβολή που μπορεί να έχει εκείνη η συμβατική ακαδημαϊκή σοφία στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής, όταν πράγματι μπορεί να «πρακτικοποιηθεί» και βεβαίως υπάρχει και η ικανότητα για την εκτέλεση (υπάρχουν αρκετοί εκτιμώ στην ακαδημαϊκή κοινότητα, που αυτή την ικανότητα τη διαθέτουν). Τούτη η επανε(φε)ύρεση του κοινού νου, είναι ίσως η πιο «κεντρογενής» επιδίωξη από κάθε άλλη, η πλέον κρίσιμη πτυχή της όποιας (και υπό οποιοδήποτε όνομα) επιδιωκόμενης αλλαγής, αλλά, όχι και η πιο ανώδυνη : σε κάθε περίπτωση δεινόν προς κέντρα λακτίζειν… Σε όρους αυστηρού κομματικού συμφέροντος, είναι ίσως πολύ πιο χρήσιμο π.χ. να λαϊκίζεις (άκρο κι αυτό), παρά να συνθέτεις συμφέροντα με τον πραγματικό και πολύ πιθανό κίνδυνο, στο τέλος κανείς να μην είναι ευχαριστημένος. Και ούτε βέβαια «κέντρο» σημαίνει μια χύμα κατάσταση, όπου τα πάντα μοιάζουν όχι απλά ρευστά μα σα μια σούπα που ξεχύθηκε πάνω στο τραπέζι αφού έσπασε το πιάτο, και επομένως, ένα τέτοιο έδεσμα, ποιος μπορεί να το φάει πλέον; Σε ό,τι με αφορά, τοποθετούμενος στα παραπάνω ζητήματα, κατά το παρελθόν έκανα δύο προτάσεις με καθαρά πρακτικό περιεχόμενο. Η μια ήταν να δημιουργηθεί μια Γενική Γραμματεία Εθνικού Στρατηγικού Σχεδιασμού, (Γιατί είναι αναγκαία η ίδρυση Γενικής Γραμματείας Εθνικού Στρατηγικού Σχεδιασμού, Ναυτεμπορική, 16/2/1997), και η άλλη να αντικατασταθεί η θεσμική διάσταση του κρατικού προϋπολογισμού από το στρατηγικό σχέδιο (μέρος του οποίου φυσικά θα εξακολουθεί να είναι ο προϋπολογισμός) (Κρατικός προϋπολογισμός: η γέννηση ενός βρέφους καταδικασμένου να πεθάνει σε ακριβώς 365 ημέρες…, Ναυτεμπορική, 8/11/1997). Δεν πρόκειται να επαναλάβω ό,τι ήδη έχω εκθέσει στα παραπάνω άρθρα (αν και σε άλλα επίσης έχω επαναφέρει τις παραπάνω προτάσεις, αλλά, η άνω αναφορά αρκεί). Επιγραμματικά μόνο μπορώ να σημειώσω ότι η φιλοσοφία και των δυο παραπάνω άρθρων εδράζεται στη πραγματικότητα της έλλειψης εθνικού στρατηγικού σχεδίου με θεσμική υπόσταση ώστε να μην αποτελούν οι κατά καιρούς δηλούμενες «στρατηγικές στοχεύσεις» απλές ρητορείες, ακόμα και όταν υπάρχουν επιμέρους μελέτες στρατηγικού περιεχομένου για κάποιους τομείς μα να μετουσιώνεται η στρατηγική σε εργαλείο διοίκησης.

Αλλά αν δεν προτίθεμαι να επαναλάβω ό,τι ήδη αναφέρω στις παραπάνω τοποθετήσεις μου, έχει πολύ μεγάλη σημασία να διευκρινίσω δύο σημαντικά κατά την άποψή μου σημεία που συνέχονται με τα παραπάνω. Το πρώτο σημείο που θέλω να τονίσω είναι ότι δεν εισηγούμαι τη δημιουργία μιας ακόμα δημόσιας υπηρεσίας, όπως είναι μια Γενική Γραμματεία, με τυπική αρμοδιότητα, όπως π.χ., το να κάνει κάποια επιχειρησιακά πλάνα, ή να κάνει κάποιες μελέτες, και από εκεί και πέρα να παρακολουθεί απλά τις εξελίξεις των πραγμάτων για να συμπληρώνει κάποιες αναφορές. Αυτό αν συνέβαινε θα αποτελούσε τον εκφυλισμό της πρότασής μου και όχι την ουσία της. Το δεύτερο και ποιο σημαντικό σημείο, είναι το πώς πρέπει να εννοηθεί η διαδικασία της συμμετοχής στη κατάρτιση του εθνικού στρατηγικού σχεδίου. Πρώτον, το στρατηγικό σχέδιο δεν θα εκφράζει και δεν θα προωθεί τις απόψεις και επιθυμίες μιας κυρίαρχης τη κάθε φορά γραφειοκρατικής κλίκας. Καμιά γραφειοκρατική κυρίαρχη παρέα δεν νομιμοποιείται να «πουλά» απόψεις της παρέας ως «εθνική θέση». Δεύτερον, θα πρέπει εξ αρχής να ξεκαθαριστεί η αποστολή της παραπάνω υπηρεσίας που εδώ είναι η κατάρτιση και εφαρμογή ενός εθνικού στρατηγικού σχεδίου. Εφόσον όμως δεχτήκαμε ότι κρατικές γραφειοκρατικές ομάδες δεν μπορούν να καταρτίσουν ένα τέτοιο πρόγραμμα, τότε τίθεται το ερώτημα ποιος μπορεί. Η δική μου απάντηση είναι ότι η τελική μεν ευθύνη της κατάρτισης και εφαρμογής του εθνικού στρατηγικού προγράμματος πρέπει να ανήκει στη κυβέρνηση, όμως, το διοικούν όργανο της σχετικής λειτουργίας θα πρέπει να απαρτίζεται από εκπροσώπους όλων των κομμάτων και των κοινωνικών σημαντικών εταίρων. Δεν θα σταθώ στο πώς αντιλαμβάνομαι τις λεπτομέρειες της λειτουργίας της προτεινόμενης Γενικής Γραμματείας Εθνικού Στρατηγικού Σχεδιασμού υπό την παραπάνω σύνθεση, ούτε για το σημαντικότατο ζήτημα των θεμάτων που θα μπορούσαν να αποτελούν την ημερήσια διάταξη, για τον απλούστατο λόγο διότι ο χώρος δεν αρκεί. Αρκεί εδώ η προβολή της σημασίας της ύπαρξης μιας θεσμοθετημένης διαδικασίας σε επίπεδο κυβερνητικής λειτουργίας που άπτεται ζητημάτων στρατηγικών επιλογών της κοινωνίας και οικονομίας, διότι θεωρώ πολύ σημαντικό κάτι να γίνει ώστε οι σημαντικοί παίκτες που έχουν την ευθύνη διαμόρφωσης ή που επηρεάζουν τις στρατηγικές επιλογές και εξελίξεις, να μην ομιλούν (αντιπολιτευόμενοι) ανά δύο, ή ανά τρεις (κι αυτό περιστασιακά), αλλά να συνομιλούν όλοι μαζί για τις στρατηγικές επιλογές της χώρας, σε ορισμένο χώρο, με ορισμένη σύνθεση, και με ορισμένη ατζέντα, και κατά τρόπο εθνικά υπεύθυνο. Πρέπει να επιμείνουμε στη προσπάθεια αυτή της προώθησης μιας κουλτούρας επικοινωνίας. Θ’ αποτελέσει νομίζω το πρώτο βήμα για την σταδιακή ενίσχυση της συνεννόησης και εμπιστοσύνης τουλάχιστον για τις μείζονες εθνικές στρατηγικές επιλογές.

Μέσα από μια γνήσια θέληση, ίσως ανακαλύψουμε ότι εκτός από το να δυσπιστούμε μεταξύ μας, μπορούμε και να εμπιστευθούμε ο ένας τον άλλο σε κάποιο τουλάχιστον βαθμό και σε ορισμένα θέματα, και να καταλήξουμε σ’ αυτό που τα κόμματα ονομάζουν «μίνιμουμ συνεργασίας». «Όλοι εναντίον όλων», αποτελεί το απόσταγμα της δυσπιστίας που χαρακτηρίζει τον νεοέλληνα, παρότι όχι άδικα, την βεβαιωτική πράξη ταφής της εμπιστοσύνης. Με τα παραπάνω βεβαίως δεν επαγγέλλομαι τη προοπτική του «τέλους» των ταξικών και άλλων κοινωνικών αγώνων και εν γένει των διαφορετικών συμφερόντων που πάντοτε υπήρχαν και ως φαίνεται για τους αμέσως επόμενους ορατούς αιώνες θα εξακολουθούν να υπάρχουν. Ας μη ανησυχούμε : αν ο άνθρωπος θέλει να απαλλαγεί από τα προβλήματα, δεν θέλουν τα τελευταία να απαλλαγούν απ’ αυτόν. Όμως, κάτι πρέπει να γίνει που να καλυτερεύει τη σημερινή ζωή μας έως ότου η ιδανική πολιτεία εγκαθιδρυθεί στον μάταιο τούτο κόσμο. Και πάντως, όχι οι μη έχοντες να βαρύνονται (μονίμως) ως εάν ήταν οι έχοντες… (Χρειάζεται κάποια αιδώς). Όχι μέσα από πολεμικά ανακοινωθέντα. Μπορούμε να αναδείξουμε τα προτερήματα τούτου του λαού και τις δυνατότητες τούτου του τόπου. Δεν θα μπορούσαμε άραγε να τα πετύχουνε αυτά, αν δείχναμε το ίδιο πάθος με το πάθος της αμοιβαίας δυσπιστίας που φαίνεται να έχει καταλάβει πολλούς από τους σημαντικούς παίχτες της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής σκηνής;