Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009

Για την πολιτική απάθεια


Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Βρισκόμαστε υπό το κράτος της πολιτικής βυθιότητας. Οι πολίτες αρνούνται να συμμετάσχουν σ’ αυτό που αποκαλείται «πολιτική ζωή» -θα πούμε παρακάτω, ότι ταυτόχρονα και τους το εμποδίζουν. Προτιμούν να την βρίζουν ή να την διακωμωδούν, όσο σ’ αυτή κυριαρχούν δυνάμεις που δεν αξίζουν και κάτι το καλύτερο από πλευράς «λαϊκής υποδοχής». Η πολιτική απάθεια, δεν είναι συγκαιρινό φαινόμενο. Και οι πρόγονοί μας το βίωναν που και που. Είχε πει ο Περικλής στο επιτάφιο : «…μόνοι γαρ τον τε μηδέν τώνδε μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλ’ αχρείον νομίζομεν…» (Θουκυδίδης Β, 40), και σίγουρα είχε το λόγο του που το υπογράμμιζε. Παρόλα αυτά, η σημερινή πολιτική απάθεια, δεν είναι, όπως αντίθετα υποστηρίζεται, μια «αρνητική» κατάσταση, περίπου μια «πολιτική αρρώστια». Είναι περισσότερο η άρνηση να συμμετάσχει στα σοβαρά ο πολίτης σε μια πολιτική δραστηριότητα που τη θεωρεί παρηκμασμένη, άρρωστη. Είναι μια προσπάθεια να κρατήσει αποστάσεις από ένα νοσηρό φαινόμενο. Θα ήθελε μια ενεργό συμμετοχή, μα κάτω από άλλους όρους και κύρια, στα πλαίσια μας άλλης πολιτικής δράσης. Ποια είναι αυτή η «άλλη» πολιτική; Τη περιγράφει γενικά και με όρους «αποκλεισμού». Περιγράφει μάλλον τι δεν θέλει. Κι αυτό που περιγράφει είναι το παλιό, το άρρωστο. Μα περιγράφοντας το παλιό, δε σημαίνει ότι περιγράφεις και το νέο. Κι εδώ βρίσκεται ο μέγας κόμπος. Έχοντας φτάσει στο σημείο όπου απορρίψαμε όλους τους «ισμούς» του παρελθόντος, δίκαια ή άδικα, μερικά ή συνολικά (χωρίς εν τούτοις να αξίζουν και μια τέτοια «συνολική απόρριψη»), φτάσαμε στο σημείο όπου κάτι το νέο έπρεπε να πάρει τη θέση τους. Κι αυτό το νέο, ούτε το ξέραμε, ούτε το ξέρουμε, και ούτε ποτέ θα το προσδιορίσουμε, αν μια νέα ιδεολογία δεν συγκροτηθεί, αναδυθεί και πάρει τη θέση των παλιών, καταλάβει το κενό χώρο που άφησαν οι παλιές, και που τώρα έχει καταληφθεί απ’ ό,τι καλείται πολιτική απάθεια, «απολιτίκ» πολίτες, πολιτικός αμοραλισμός, χλεύη, ύβρης, κοροϊδία. Αυτά όμως, δεν αρκούν για να περιγράψουν, πόσο μάλλον να δομήσουν μια νέα πολιτική. Οι παλιές ιδεολογίες, οι παλιές πολιτικές, δηλαδή οι «ιστορικές» εκδόσεις της Δεξιάς και Αριστεράς, του Κέντρου και όλων των δυνατών συνδυασμών μεταξύ των τριών αυτών πολιτικών τόπων, οι «ιστορικές» εκδοχές του σοσιαλισμού, του καπιταλισμού, του κομμουνισμού, όλες αυτές οι εκδοχές του πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι που αποτελούσαν και τα μέσα στην άσκηση της καθημερινής πολιτικής, σαν τον βασιλιά Βαλτάσαρ, το γιο του Ναβουγοδονόσορα, για τον οποίο γράφτηκε στο τοίχο εκείνη η γραφή , όταν ήρθε η στιγμή του κι αυτουνού να πέσει απ’ την εξουσία : ΜΑΝΗ, ΘΕΚΕΛ, ΦΑΡΕΣ (που πάει να πει ότι «εμέτρησεν ο Θεός την βασιλείαν σου και ετελείωσεν αυτήν, εζυγίσθης εν τη πλάστιγγι, και ευρέθης ελλιπής, διερέθη η βασιλεία σου εις τους Μήδους και Πέρσας» (Δανιήλ, ε΄, 26-27), όπερ και εγένετο. ΜΑΝΗ, ΘΕΚΕΛ, ΦΑΡΕΣ, είναι το σύνθημα που ξαναγράφεται στις μέρες μας, σύνθημα που προσκαλεί το νέο να πάρει μορφή και σάρκα και να καταλάβει τη θέση του παλιού. Μα πιο παλιό καθεστώς, ποιος παλιός ηγεμών παραδίνει μονάχος του το στέμμα, και περισσότερο σ’ ένα εντελώς άγνωστο νέο άνθρωπο, που του λέει « είμαι ο νέος ηγεμών», και που απαντά στον παλιό ηγεμόνα σαν απορεί πώς είναι δυνατό ένας εντελώς νέος άνθρωπος, από μια εντελώς ξένη φάρα, έρχεται να αρνηθεί τη «νόμιμη διαδοχή» και να διεκδικήσει ένα «ξένο στέμμα». «Όπως το στέμμα κι εσύ από κάποιον άλλον ξένο το πήρες, έτσι και τώρα, σε ξένο θα το δώσεις, κι η βασιλεία του οίκου σου ήταν μέχρι εδώ». Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα σήμερα.

Βέβαια, τούτη η «συνειδητή» τιμωρητική αποχή είναι η μια όψη. Διότι υπάρχει και η άλλη όψη. Ότι δηλαδή η απάθεια και η αποχή, δεν αποτελούν συνειδητές πολιτικές συμπεριφορές και στάσεις, αντίθετα αποτελούν προϊόν μεθοδευμένης πολιτικής στόχευσης από τις «παλιές» πολιτικές δυνάμεις, που όντας ανίκανες να αναρρώσουν απ’ τη χρόνια πια αρρώστα τους, βλέπουν τη διαδικασία της αποπολιτικοποίησης σε ένα μέσο για τη δική τους επιβίωση. Σ’ αυτή τη περίπτωση, τη σύγχρονη δημοκρατία μας, όπου ο λαός μετέχει ουσιαστικά των εξελίξεων κάθε τέσσερα χρόνια, όπου η πολιτική έγινε κι αυτή επάγγελμα, δικαιούμαστε να την ονομάσουμε, μιλώντας σε όρους «κλασικού δημοκρατικού ιδεώδους», ότι είναι μια Δημοκρατία Ατίμων (κατά τη Θουκυδίδια έκφραση στον Επιτάφιο παραπάνω)… Τούτο τον προγραμματισμένο παροπλισμό των πολλών από τα πολιτικά πράγματα, τούτη την καλλιεργημένη απάθεια, φυσικά, τη προωθούν πολύ συνειδητά όσοι έχουν κάθε συμφέρον η γνήσια Δημοκρατία να μεταλβηθεί σε μια Δημοκρατία των Ατίμων –πάντα κατά την έννοια του Επιταφίου του Περικλέους. Θάλεγε κανείς ότι σήμερα αυτοκρατορεύει τούτη η Δημοκρατία. Ο σύγχρονος άνθρωπος αν και θεωρεί «φυσιολογικό» αυτό μέσα στο οποίο γεννήθηκε και το οποίο διδάχτηκε, εν τούτοις, αυτό το άρρωστο «φυσιολογικό» κάποια στιγμή θα το αμφισβητηθεί, αφού είναι στη φύση των πιο πολλών ανθρώπων η παρακμή να μην είναι τελικά και νομοτελειακά αποδεκτή. Ας θυμηθούμε τον Μάξιμο τον Γραικό, όταν έλεγε στον τσάρο Βασίλειο τον Γ΄ : «…Τίποτα δεν υπάρχει, Άρχοντα Βασίλειε, για τον άνθρωπο πιο τυραννικό από τη μεγάλη ιδέα που έχει πεθάνει, αλλά οι άνθρωποι δεν θέλουν να τη θάψουν, την κρατάνε με τα ψέματα στη ζωή, την ντένουν με πλούσια φορέματα να μη φαίνεται η γύμνια της, τη λιβανίζουν με μοσχολίβανα να μη νιώθεται η αποφορά της. Αλλά εκείνη είναι νεκρή, το ψέμα δεν τη σώνει….» (Μήτσος Αλεξανδρόπουλος : Σκηνές από το βίο του Μάξιμου Γραικού, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2008, σελ. 119-120)

Η «άλλη» αυτή εκδοχή, η εκδοχή της περιεσκεμμένης πολιτικής περιθωριοποίησης του λαού, η «μαζοποίησή» του, είναι κάτι που βεβαίως δεν είναι καινούργιο. Θα μπορούσαμε να πάμε όσο πίσω θέλουμε, μα αρκεί για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου, να περιοριστούμε σε πιο κοντινές χρονικά περιόδους. Έτσι, ο Mark Mazower, εστιάζοντας στις μετά μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο περιόδους, σημειώνει : «Οι Γερμανοί σχολιαστές είχαν ιδιαίτερη επίγνωση των κινδύνων που ελλόχευαν σε μια κοινωνία η οποία είχε περάσει από το ένα άκρο –του πολιτικού φανατισμού και της βίας- στην παθητικότητα και στην απάθεια. Μια κοινωνία που σπαρασσόταν κάποτε από τους ταξικούς αγώνες, έμοιαζε τώρα να έχει αποκοιμηθεί. Ο Καρλ Μπράχερ εφιστούσε την προσοχή στην «επίφοβη εικόνα μιας γυμνής τεχνοκρατίας», που οδηγούσε σε μια «αυταρχική ανασύνθεση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας». Χωρίς ενεργούς πολίτες, η Ευρώπη θα εκφυλιζόταν σε μια «αυτάρεσκη ειδημονοκρατία», που θα εναπόθετε όλη της την πίστη σε διαχειριστικές ελίτ. Ο Γιούργκεν Χάμπερμας τόνιζε ότι η τεχνική και η επιστήμη είχαν γίνει οι ίδιες ένα είδος ιδεολογίας, «η οποία εισχωρεί στη συνείδηση της αποπολιτικοποιημένης μάζας του πληθυσμού». (Mark Mazower : Σκοτεινή Ήπειρος, Ο Ευρωπαϊκός Εικοστός Αιώνας, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2001, σελ. 295) Κι ακόμα παραπέρα, «Εκεί όπου ο ύστερος εικοστός αιώνας όντως διέφερε από τις προγενέστερες περιόδους ήταν στο γεγονός ότι η πολιτική δεν θεωρούνταν πια ο πρωτεύων στίβος της προσωπικής εκπλήρωσης ή δράσης. Η απάθεια των ψηφοφόρων και η αποχή τους αυξήθηκαν ενώ οι εγγεγραμμένοι στα κόμματα μειώθηκαν. Οι τάξεις αυτών που οι Ισπανοί αποκαλούσαν pasotas [περαστικοί, αδιάφοροι] πλήθυναν. Στο Βέλγιο, την Ιταλία, τη Γαλλία και τη Βρετανία τα σκάνδαλα της διαφθοράς κλόνισαν την εμπιστοσύνη του κοινού αλλά δεν προκάλεσαν τίποτα που να μοιάζει με «κρίση της δημοκρατίας» κατά τα μεσοπολεμικά πρότυπα, διότι η τότε κρίση ήταν κι εκείνη προϊόν μιας εποχής όπου ο κόσμος πίστευε ακόμα στον ιδεολογικό και λυτρωτικό χαρακτήρα της πολιτικής και προσέβλεπε σε κολεκτιβιστικές λύσεις…» (Mark Mazower : Σκοτεινή Ήπειρος, Ο Ευρωπαϊκός Εικοστός Αιώνας, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2001, σελ. 340)

Όμως, αυτή η ατόνηση των δημοκρατικών αντανακλαστικών ατόμων και κοινωνιών, συνιστούν και τη μεγαλύτερη όσο και πιο επικίνδυνη κρίση της δημοκρατίας. Η δημοκρατία που έχασε τα αντανακλαστικά της, είναι ώριμη για να λεηλατηθεί. Όμως, όσοι βλέπουν με ανακούφιση την «απάθεια» όλων εκείνων που βρίσκονται κάτω από το βαρύ πέλμα ενός ανάλγητου συστήματος, κι εφησυχάζουν, δεν γνωρίζουν πως τούτη η απάθεια, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες ισοδυναμεί με την απόλυτη ηρεμία που επικρατεί ακριβώς στο κέντρο (στο «μάτι») τους κυκλώνα. ο Ντοστογιέφσκι, μέσα απ’ τα λόγια των ηρώων του, λέει για το ζήτημα που εδώ μας απασχολεί : Ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς, είναι ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που δικάζει τον Μίτια Καραμάζοβ για το φόνο του πατέρα του, που ποτέ εν τούτοις δεν διέπραξε. Η αγόρευση του εισαγγελέα είναι καλόπιστη (τα στοιχεία είναι συντριπτικά εναντίον του κατηγορούμενου). Ο εισαγγελέας αγορεύοντας, αγγίζει και τις κοινωνικές παραμέτρους της όλης υπόθεσης, όπως της «κοινωνικής απάθειας» μπρος στην παραβατικότητα. Θα πει κάπου αναφερόμενος στο έγκλημα : «…σ΄ αυτό ακριβώς έγκειται η φρίκη, πως κάτι τέτοιες ζοφερές υποθέσεις έπαψαν να μας φαίνονται φριχτές. Να γιατί πρέπει να φρίττουμε : γιατί τα συνηθίσαμε όλα, κι όχι για τη μεμονωμένη κακουργία του ενός ή του άλλου ατόμου. Πού βρίσκονται λοιπόν οι αιτίες της αδιαφορίας μας, της χλιαρής μας στάσης σε τέτοιες υποθέσεις, σε τέτοια σημεία των καιρών που μας προλέγουν ένα μέλλον όχι ζηλευτό; Στον κυνισμό μας τάχα, στην πρόωρη εξάντληση του πνεύματος, και της φαντασίας μας της τόσο νεαρής μας ακόμα κοινωνίας μα τόσο πρόωρα όμως γερασμένης; Ή, στις κλονισμένες εκ βάθρων ηθικές μας αρχές; Δεν απαντώ σ’ αυτά τα ερωτήματα, όμως παρ’ όλα αυτά, τα ερωτήματα αυτά είναι βασανιστικά. Κι ο πολίτης όχι μονάχα πρέπει, μα και οφείλει να βασανίζεται απ’ αυτά… Τώρα ομώς εμείς ή φρίττουμε ή υποκρινόμαστε πως φρίττουμε, μα οι ίδιοι στην πραγματικότητα απολαμβάνουμε το θέαμα σαν εραστές δυνατών συγκινήσεων, εκκεντρικών, που αναμοχλεύουν την κυνικά οκνηρή μας απραξία ή τέλος σα μικρά παιδιά διώχνουμε με τα χέρια μας τα τρομερά οράματα και κρύβουμε το κεφάλι στο μαξιλάρι, ώσπου να περάσει το τρομερό όραμα, με το σκοπό να το ξεχάσουμε αμέσως στις χαρές και τα παιχνίδια. Μα θα πρέπει κάποτε και μείς ν’ αρχίσουμε μια ζωή νηφάλια και στοχαστική, θα πρέπει και μεις να κοιτάξουμε τον εαυτό μας σαν κοινωνία, θα πρέπει και μεις κάτι τέλος πάντων να νιώσουμε απ’ τα κοινωνικά μας πράγματα, ή τουλάχιστο ν’ αρχίσουμε να νιώθουμε…» (Φιοντόρ Ντοστογιέβσκη : Αδελφοί Καραμάζοβ, Τόμος 4, σελ. 250, 252-253, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα, 1990)

Τώρα, το ίδιο το ζήτημα της «τεχνοκρατίας» και της «ειδημονοκρατίας», τούτη η Καφκική ερμηνεία, είναι ένα ζήτημα που έχω θίξει σε παλιότερα άρθρα μου, που ήλπιζε ότι δεν θα υπήρχε λόγο ως θέματα να με ξαναπασχολήσουν. Επειδή όμως τώρα τα καλά μαντάτα αργούν, ίσως σε μια επόμενη επικοινωνία μου, επικαιροποιήσω κάποιες από κείνες τις σκέψεις μου…