Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Αφιέρωμα: Πενήντα χρόνια από τον τραγικό θάνατο του Έλληνα μετανάστη στη Γερμανία Αποστόλη Μπακόλα.!


Αποστόλης Μπακόλας 

Του Κώστα Σπ. Καραβίδα*

Το αφιέρωμα στον Αποστόλη Μπακόλα μ’ έβαλε στον πειρασμό να σκεφτώ τις δυσκολίες που πέρασαν οι δεκάδες συγχωριανοί μας όταν δεν τους χώρεσε ο τόπος τη δεκαετία του 1960 και πήραν τον πικρό δρόμο της ξενιτιάς. Θα άξιζε σε κάποιο από τα επόμενα φύλλα ένα ξεχωριστό αφιέρωμα για τους ξενιτεμένους του χωριού.

Φαντάζομαι τους φτωχούς Πολυσταφυλίτες στις πόλεις της Γερμανίας, της Ελβετίας, του Βελγίου, χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα, άγνωρους από τους ρυθμούς της πόλης, μακριά από συγγενείς και φίλους, δούλοι στα εργοστάσια και τα ορυχεία, να αναπολούν τη ζωή στο χωριό και να κάνουν όνειρα ότι θα ξελασπώσουν τις οικογένειές τους από την προκαθορισμένη μοίρα της ανέχειας. Πως προσαρμόστηκαν αυτοί οι άνθρωποι σε τέτοιες πρωτόγνωρες γι’ αυτούς συνθήκες; Τι βάσανα πέρασαν; Τι συναισθήματα κυρίευαν, τόσο αυτούς που έφευγαν όσο και αυτούς που έμεναν πίσω; Είναι νομίζω η ιστορία των Πολυσταφυλιτών μεταναστών, η άγνωστη αλλά πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία του χωριού μας την κρίσιμη αλλά και δραματική δεκαετία του 1960. Και να που το έφερε η ιστορία, πενήντα χρόνια μετά, τα ελληνόπουλα, με πτυχία και πολλά προσόντα πια, να ετοιμάζονται και πάλι για τον δρόμο της ξενιτιάς. Τότε έφευγαν ως ανειδίκευτοι εργάτες γιατί η πατρίδα δεν χώραγε τα όνειρά τους. Σήμερα εγκαταλείπουν τη χώρα με σπουδές και γνώσεις γιατί η Ελλάδα πάλι τους φέρεται εχθρικά.

Πατήστε για μεγέθυνση 
Ενώ μάζευα τις πληροφορίες και άκουγα να μιλούν για αυτόν τον χαμογελαστό νέο άνθρωπο του χωριού μας που ξεχώριζε για τη λεβεντιά του και χάθηκε άδοξα στα 35 του χρόνια σε εργατικό ατύχημα, η σκέψη μου άρχισε να κλωθογυρίζει στη σύζυγό του την Ασπασία. Αυτή η γυναίκα υπήρξε αληθινή ηρωΐδα. Αν ένα πράμα με κάνει περήφανο για τον τόπο καταγωγής μου είναι αυτή η ζωντανή εικόνα προτύπων που έχουμε όλοι μας και μάλιστα προτύπων που είναι απλοί άνθρωποι του μόχθου και του χωριού. Στο σχολείο κάθε φορά που κάνω στα παιδιά μάθημα το δημοτικό τραγούδι «Του Γιοφυριού της Άρτας» στέκομαι πάντα στο ίδιο ερώτημα που νομίζω ισχύει και για την περίπτωση της Ασπασίας: Ποιος είναι πιο τραγικό πρόσωπο; Ο Πρωτομάστορας ή η γυναίκα του. Αυτός που μένει ή αυτός που φεύγει; Πάντα καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα. Τραγικότερη φιγούρα είναι αυτός που μένει πίσω με τις αναμνήσεις να τον βασανίζουν. Η Ασπασία Μπακόλα μεγάλωσε πέντε παιδιά στο Πολυστάφυλο του 1960 χωρίς σύζυγο. Και επειδή όλοι όσοι διαβάζουν αυτές τις γραμμές ξέρουμε καλά τα παιδιά αυτά (Σπυριδούλα,Θανάσης, Ηρακλής, Βαγγέλης, Κώστας) και το ήθος, την ευγένεια, την προκοπή και την ποιοτική διαδρομή τους στη ζωή, οφείλουμε, νομίζω, να βγάλουμε το καπέλο σ’ αυτή τη σπουδαία γυναίκα που κλήθηκε να παίξει το ρόλο και της μάνας και του πατέρα. Που σήμερα, πενήντα χρόνια μετά είναι ακόμη όρθια μ’ ένα κρυφό παράπονο σφραγισμένο στο αυστηρό και σοβαρό της βλέμμα.

Γιώργος Καϊάφας
(ΓακηΜαρίας)

Το 1961 είμασταν το πρώτο κλιμάκιο από Πολυσταφυλίτες που πήγε στη Γερμανία. Ξεκινήσαμε από εδώ επτά άτομα. Ο αδερφός μου ο Βαγγέλης, εγώ, ο Αποστόλη Μπακόλας με τον αδερφό του Αντρέα, ο ΝικοΝτούπης και ο ΝικολάκηΠέτρος με τον Χαρίση. Τον Απρίλιο του 1961 φύγαμε από το χωριό, αμέσως μετά το Πάσχα και στις 6 του Αυγούστου του ίδιου χρόνου, της Αγιά-Σωτήρως, σκοτώθηκε ο Αποστόλης στο ατύχημα.

Θα σας πω πως γινόταν η διαδικασία για να πάει κάποιος στη Γερμανία. Έπρεπε να πάρουμε την άδεια εργασίας. Η Υγειονομική Υπηρεσία από την οποία έπρεπε να περάσουμε ήταν στην Άρτα και δεν έδινε εύκολα τις κάρτες εργασίας. Τα κοιτούσανε όλα, την υγεία, οικογενειακή κατάσταση κ.λ.π. Θέλανε γερά χέρια. Κι όταν πήγαμε εμείς ξεκινήσαμε να πάμε εγώ με τον αδερφό μου τον Βαγγέλη, ο Αποστόλης ο μακαρίτης μαζί με τον Αντρέα και ο ΝικολακηΠέτρος μαζί με τον Χαρίση. Και ο ΝικοΝτούπης. Ο Αποστόλης είχε πάει πρώτα στο Βέλγιο, νομίζω, έκατσε τρεις μήνες και έφυγε μετά από εκεί και ήρθαν πίσω.

Και τον ΘωμαΤόκα θυμάμαι εκεί, μάλιστα όταν πέθανε ο Αποστόλης τον έφεραν σαν διερμηνέα εδώ. Ήξερε καλύτερα τα γερμανικά. Όταν πήγαμε στην Άρτα για τα χαρτιά μας είπαν ότι δεν είχε για εργοστάσια. Είχε μόνο για ανθρακωρυχεία. Ο Αποστόλης που είχε πάει ξανά και είχε οικογένεια πολυμελή και έπαιρνε και κάποια επιδόματα θα έπαιρνε ικανοποιητικό μισθό στο εργοστάσιο. Για μας που είμαστε ανύπαντροι, δεν σύμφερε και τόσο να πάμε στο Βέλγιο γιατί δεν θα παίρναμε τίποτα σοβαρά λεφτά. Παίρναμε 20 μάρκα την εβδομάδα στο ανθρακωρυχείο. Και μας είπε τότε ο μακαρίτης αν πάμε στη Γερμανία θα έχει πολλά λεφτά στο ανθρακωρυχείο. Και αποφασίσαμε μετά και πήγαμε όλοι εκεί, αν και στην αρχή δεν θέλαμε να πάμε.

Βέβαια την πατήσαμε. Αν πηγαίναμε σε εργοστάσιο, θα ήταν καλύτερα σίγουρα από πλευράς συνθηκών. Τότε όμως είχαν ανάγκη για ανθρακωρυχεία. Κατεβήκαμε από το χωριό στην Αθήνα, μείναμε ένα βράδυ εκεί και την άλλη μέρα φύγαμε με το καράβι από τον Πειραιά. Έτσι βρεθήκαμε με το καράβι από την Ιταλία και έπειτα με τρένο μέσω Αυστρίας στο Χέρνε, κοντά στο Μπόχουμ. Τρεις μέρες κάναμε να φτάσουμε. Εκεί όταν πήγαμε όλα τα αδέρφια μας είχαν προγραμματίσει να είμαστε ξεχωριστά. Άλλους για το Χέρνε και άλλους για το Μπόχουμ. Εκεί έγινε η αλλαγή. Ο Νικολάκης ήρθε αντί του Χαρίση μαζί με εμάς (Αποστόλη, Αντρέα). Και ο Χαρίσης πήγε στο Μπόχουμ με τον ΝικολακηΠέτρο. Πήγαμε στα ανθρακωρυχεία, μας κάνανε λίγα μαθήματα γερμανικών και μπήκαμε αμέσως στη δουλειά. Ήταν πολλοί Έλληνες εκεί, ιδιαίτερα από τη Μακεδονία.

Στο ίδιο ανθρακωρυχείο δουλεύαμε αλλά σε άλλο πόστο.
Δηλαδή έμπαινες μέσα από την κεντρική στοά και πήγαινες μια απόσταση σαν από εδώ μέχρι τα Δερβίζιανα (5 χλμ περίπου). Εμείς δουλεύαμε κόφτες. Ήταν τα βαγόνια από κάτω και εμείς σαν κόφτες από πάνω, ανεβαίναμε σε ύψωμα και κόβαμε. Και το κάρβουνο από πάνω που έκοβες, το έβαζαν μέσα σε σωλήνες ειδικούς και το έριχναν μέσα στα βαγόνια. Ο μακαρίτης είχε άλλο πόστο. Ήταν κάτω στην κεντρική γαλαρία, στα βαγόνια. Και εκεί που έπεφτε το κάρβουνο, άμα έπεφτε κανένα κομμάτι έξω, το έριχνε αυτός μέσα στο βαγόνι. Μεγάλη η απόσταση μεταξύ μας, δεν βλεπόμασταν εκεί μέσα.

Ασφαλώς ήταν πιο ξεκούραστο και λιγότερο επικίνδυνο το πόστο του Αποστόλη. Δεν ήταν μέσα στο κάρβουνο.Το κόψιμο ήταν δύσκολη δουλειά γιατί το κάρβουνο ήταν πολύ παχύ και από πάνω και από κάτω είχε πέτρα. Τοκόβαμε με ειδικά πιστόλια.

Δουλεύαμε οχτάωρο εκεί μέσα και όσο έκοβες τόσο πληρωνόσουν. Είχες το πόστο σου και περνούσαν οι Γερμανοί επιστάτες και σε μετρούσαν. Η δουλειά δεν μας πείραζε ούτε μας φόβιζε, ήμασταν μαθημένοι από δω. Η γλώσσα όμως ήταν μεγάλο πρόβλημα. Οι διερμηνείς ήταν λίγοι τότε και τα βγάζαμε πέρα με δυσκολία.

Πατήστε για μεγέθυνση 
Δεν πιστεύω πως έκανε κάποιο λάθος ο ίδιος. Έκατσε το μέρος, έγινε καθίζηση και εκτροχιάστηκαν βαγόνια. Φαντάσου ότι ο χώρος είναι στενός, είναι σαν μια γαλαρία και ίσα ίσα που περνάς. Γύρισε το βαγόνι και τον κόλλησε στον τοίχο. Εκτροχιάστηκε το βαγόνι και του πήγε με ταχύτητα πάνω. Δεν ήταν στάσιμος εκεί, αλλά κινούνταν στο χώρο και όπου έβρισκε κάρβουνο το μάζευε και το έριχνε μέσα σαν ένας «σκουπιδιάρης» ας πούμε.

Εμείς μάθαμε την ώρα που δουλεύαμε μέσα ότι σκοτώθηκε στα κεντρικά, στις γραμμές, ένας Γκρέκος. Εμείς κόβαμαν απάνω κάρβουνο και καταλάβαμε αμέσως ποιος ήταν. Και όταν κατέβηκα για να δω τι και πως, τι να δεις. Είδα με τα μάτια μου το σακάκι του και το παγούρι του…

Τον Αποστόλη τον είχανε μαζέψει και δεν μπορέσαμε να τον δούμε ποτέ ξανά. Την άλλη μέρα δεν πήγαμε για δουλειά. Είπαμε με τον Νίκο να μην πάμε, δεν ξέρω γιατί, έτσι για διαμαρτυρία ή από φόβο. Και για δυο τρεις μέρες περίπου δεν πατήσαμε το πόδι μας εκεί. Ο φόβος μας έμεινε και μετά… Ο μακαρίτης ο αδερφός μου ο Βαγγέλης με τον Θωμά έφυγαν μετά από λίγο και ήρθαν πάλι στο χωριό.

Βέβαια σκεφτήκαμε και εμείς να γυρίσουμε μετά από το ατύχημα. Αλλά δεν ήταν και εύκολο. Αυτοί επέμεναν να μείνουμε. Υπήρχε η σύμβαση που είχαν υπογράψει οι δυο χώρες. Το ελληνικό κράτος πληρωνόταν για τους εργάτες που έστελνε. Έπρεπε να περάσουν πρώτα έξι μήνες για να τελειώσει το contrato, η σύμβαση και μετά μπορούσες να μην την ανανεώσεις.
 Έξι μήνες ήταν η σύμβαση για μέσα στο ανθρακωρυχείο και ένα χρόνο για εργοστάσιο. Μετά το εξάμηνο σταματήσαμε και εμείς, ήρθε αυτός που μας έκανε μάθημα εκεί, ήταν πολύ καλός, να μη φύγετε παιδιά και τέτοια. Μην σπάσετε το contrato μας έλεγε, γιατί αν το σπάσετε δεν πρόκειται να έρθετε ξανά στη Γερμανία. Εγώ παιδί ήμουν, 25 χρονών, υπολόγιζα τότε θα πάω στη Γερμανία, σιγά. Μόλις είχα τελειώσει φαντάρος σχεδόν. Μετά κάναμαν λίγο καβγά εκεί μέσα, κλείναμε τις βρύσες, δεν θέλαμε να φάμε, για να μας διώξουν. Θέλαμε να μας διώξουν με δικά τους έξοδα. Σάμα είχαμαν εμείς…
 Σε εργατική πολυκατοικία μέναμε όλοι. Είμασταν δυο ή τρείς, μπορεί και τέσσερις στα δωμάτια. Δεν θυμάμαι με ποιον έμενα μαζί.
Α, κάναμε πολύ καλή παρέα… Είχαμε πει, δυο τρεις μέρες πριν σκοτωθεί, όταν δεν θα δουλεύουμε το Σαββατοκύριακο, θα πάμε σε ένα μέρος με πρασινάδες εκεί στο Χέρνε, να παλέψουμε ποιος θα βάλει τον άλλο κάτω.
Και δεν πρόκαμε ο καημένος. Και ήταν και γερό παλικάρι ο μακαρίτης. Θυμάμαι κάποιες φορές είχαμε πάει και στο Μπόχουμ μαζί, να δούμε και τα άλλα παιδιά.

Δεν υπήρχε καλύτερο παιδί από τον Ποστόλη. Έβγαινε στη ράχη και φώναζε και ήταν για να τον καμαρώνεις. Γελούσε το πρόσωπό του. Από τα παιδιά του ο Βαγγέλης νομίζω τον μοιάζει περισσότερο στην εμφάνιση. Και τιδεν ήταν ο Αποστόλης. Φιλότιμος, γλεντζές, σε όλα μέσα.

Πατήστε για μεγέθυνση 
Του έλεγε η μάνα της γυναίκας μου (της Γιαννούλας) «ε, ωρε Ποστόλη και συ θα φύγεις;». Είχε λίγα στρέμματα παραπάνω αυτός τότε και του λέγανε όλοι να κάτσει. Της έλεγε τότε αυτός.

«Ε, ρε θειά, θα πάω για λίγο έξω, θα κάνω λίρες και θα έρθω εδώ στη ράχη και θα τις πετάω έτσι πέρα». Και έλεγε μετά «Αν σκοτωθώ εγώ, θα ζήσουν τα παιδιά μου καλά». Αυτό το έλεγε λες και το ήξερε.

Μετά το θάνατό του, συνέχισαν να πηγαίνουν στη Γερμανία συγχωριανοί, αλλά όχι πια στα ανθρακωρυχεία.
Πλέον έπαιρναν κόσμο για τα εργοστάσια.

Τριαντάφυλλος Μπακόλας

Ο αδερφός μου ο Αποστόλης γεννήθηκε στο Πολυστάφυλο το 1926, παιδί του ΓιαννάκηΤάσου. Σήμερα θα ήταν 85 ετών, αν ζούσε, αλλά τον χάσαμε νέο πολύ. Η οικογένειά μας είχε χάσει ήδη ένα παιδί, τον αδερφό μου τον Σπύρο το 1944 στη μάχη στο Λούρο με τους Γερμανούς. Τον σκοτώσανε. Είχαμε χάσει και μια αδερφή μικρή, τη Φρόσω, από «μάτι» είπανε τότε. Έτσι λέγανε όταν αρρώσταινε κάποιος και δεν έβρισκαν το γιατί.

Ήταν πέντε χρονών και είχανε πάει σε πανηγύρι στο Νικολίτσι. Γύρισε με πυρετό και πονοκέφαλο. Έσκασε από το μάτι, έτσι είπανε τότε.
Η οικογένειά μας ήταν φτωχή και πολυμελής. Ο Αποστόλης παπούτσι στα ποδάρια φόρεσε 17 χρονών. Δεν υπήρχε τίποτα στο χωριό τη δεκαετία του 1950. Με πολύ κόπο μπορέσαμε και μεγαλώσαμε τα χωράφια και ταζωντανά. Όταν είμασταν όλα τα αδέρφια μαζί και ανύπαντρα είχαμε και 400 σφαχτά μπορώ να πω. Την Ασπασία την παντρεύτηκε μικρό κορίτσι. Πρέπει να ήταν 15 ετών.

Ήταν όμορφη πολύ. Και ο Αποστόλης ήταν ωραίος άντρας. Το ωραίο ζευγάρι του χωριού.

Ο Αποστόλης και ο Αντρέας φύγανε από τους πρώτους Πολυσταφυλίτες γιατο εξωτερικό. Πήγαν πρώτα στο Βέλγιο, το 1957 νομίζω. Μάζευαν μερικά καλά χρήματα και επέστρεφαν. Αφού γύρισαν στην Ελλάδα, ξαναφύγαν για τη Γερμανία το 1961.

Πατήστε για μεγέθυνση 
Εγώ τότε είχα έρθει στο Μαρκόπουλο και φύλαγα πρόβατα. Ο Ποστόλης ήρθε από εμένα προτού να φύγει για τη Γερμανία. Με έβλεπε να παλεύω με τα ζωντανά και μου έλεγε: «πάρε σπίτι και μην σε νοιάζει. Θα δουλέψω εγώ και θα βγάλω και για σένα τα λεφτά». Η Ασπασία δεν ήθελε να τον αφήσει να φύγει. Τον ήθελε κοντά της. Εκείνος επέμενε. Πίστευε ότι είχε βρει την ευκαιρία που έψαχνε.

Το ατύχημα απ’ όσο γνωρίζω έγινε όταν ο Αποστόλης προσπάθησε να σώσει τον Γερμανό επιστάτη που κατά πάνω του πήγαινε το βαγόνι. Δεν πρόλαβε όμως να ξεφύγει ο ίδιος. Τον καταπλάκωσε το βαγόνι και έμεινε στον τόπο. Νομίζω ότι ο Γερμανός αυτός που σώθηκε από την αυτοθυσία του Αποστόλη βοήθησε πολύ ώστε να δοθούν γρήγορα η σύνταξη με τα επιδόματα.

Θυμάμαι όταν ήρθε το πτώμα του και θέλαμε να πάμε από την Αθήνα στην κηδεία στο χωριό, αλλάξαμε τρία λεωφορεία στη διαδρομή. Κάναμε 17 ώρες να φτάσουμε και μόλις προλάβαμε την κηδεία. Ο θρήνος ήταν μεγάλος. 12 μέρες μετά έγινε η κηδεία και κάπως αλάφρωσε ο πόνος.

Μια συνάντηση με την
Ασπασία Μπακόλα
(Σάββατο 30.1.2011)

Ένα μεγάλο κουβάρι αναμνήσεων μας ξετύλιξε η χήρα του Αποστόλη Μπακόλα, η Ασπασία, στη συνάντηση που είχαμε στο σπίτι της Σπυριδούλας στη Νέα Ιωνία. Ατέλειωτες ιστορίες με τη μνήμη σε βασανιστική λειτουργία.

Παντρευτήκανε με τον Αποστόλη το 1945. Εκείνος ήταν 19 ετών και εκείνη 15. Ερωτευτήκανε. Τον γνώρισε στα πράματα που πηγαίνανε μαζί και της άρεσε αμέσως. Ήρθε και τη ζήτησε μόνος του από τον πατέρα της. Πολύ λεβέντικο ήταν αυτό εκείνα τα χρόνια που συνήθως για τους γάμους αποφάσιζαν οι γοναίοι. Το 1947 γέννησε το πρώτο τους παιδί, τη Σπυριδούλα. Τη βύζαινε μέχρι τα 5 της χρόνια, φτώχεια βλέπετε. Ο ΒασιληΠέτρος, μεγάλο πειραχτήρι, φώναζε στη Σπυριδούλα «δεν ντρέπεσαι, γκουτζά κοπέλα,να σε βυζαίνει η μάνα». Την ίδια χρονιά ο Αποστόλης πήγε φαντάρος.

Υπηρέτησε στο στρατό και βρέθηκε στις μάχες του εμφυλίου στο Γράμμο και το Βίτσι. 1947-1949 δύσκολα χρόνια για όλους. Η Ασπασία μαζί με τους χωριανούς αναγκαστήκανε να φύγουμε να πάνε ως «συμμοριόπληκτοι» στην Πρέβεζα. Φύγανε από εδώ τον Μάιο του 1948 και εγκατασταθήκανε στη Σινώπη. Τους έβαλαν σε ένα σχολείο μέσα. Τους έδιναν κάτι τρόφιμα, λίγο λάδι, όσπρια και αλεύρι και μαγειρεύανε. Η Ασπασία, χαϊδεμένη εκ φύσεως, δεν μπορούσε να καθίσει εκεί. Έφυγε σε 5 μέρες. Φόρτωσε την Σπυριδούλα στην πλάτη και επιστροφή με τα πόδια στο Πολυστάφυλο.

Δεν φοβόταν τίποτα, ήθελε να γυρίσει πίσω. Το μωρό έκλαιγε, δεν είχε να φάει και εκείνη το τάιζε βυζαίνοντάς το στο δρόμο. Τη νύχτα έφτασε στο Νικολίτσι όπου και διανυκτέρευσε στο σπίτι ενός συγγενή. Την άλλη μέρα γύρισε στο Πολυστάφυλο. Έπρεπε να γυρίσει γιατί ο πατέρας της ήταν τυφλός και χρειαζόταν φροντίδα.

Στο χωριό όταν γύρισε ήταν ο εμφύλιος. Κάποια περίοδο, οι αδερφές Πριόβολου από το Παλιοχώρι, γνωστές ΕΠΟΝίτισσες που κυκλοφορούσαν στα χωριά με το δίκοχο, τα στρατιωτικά και τα φυσεκλίκια χιαστί στο στήθος προσπάθησαν να την πάρουν αντάρτισσα, να τη στρατολογήσουν στον αγώνα. Εκείνη δεν τα ήθελα καθόλου αυτά, είχε το δικό της αγώνα να διεξάγει.

Πατήστε για μεγέθυνση 
Σχολείο πήγε μέχρι την τετάρτη τάξη το 1941. Μετά έγινε ο πόλεμος και η Κατοχή και έκλεισε το σχολείο. Ο Αποστόλης είχε τελειώσει το Δημοτικό, πρόλαβε τον πόλεμο.

Ο Αποστόλης έγραφε πολύ. Της έστελνε γράμματα και από το στρατό και από την ξενιτιά αργότερα. Μάλιστα φρόντιζε να κρατάει ημερολόγιο στο οποίο έγραφε και για άλλα πράγματα, προσωπικά ας πούμε.

Περνούσανε καλά μαζί. Ήταν ωραίος άνθρωπος και γλεντζές. Η διασκέδαση της εποχής ήταν βέβαια οι γάμοι και τα λιγοστά πανηγύρια. Της Αγιά Σωτήρως, του Αη Νικόλα, της Αγιά Τριάδας. Το τραγούδι που του άρεσε πολύ ήταν το «Ρίνα Κατερίνα μου».

Εκείνη χόρευε πάντα τον Σελήμπεη.

Ήταν περήφανος ο Ποστόλης. Δεν ήθελε να μένουνε στο σπίτι με τους γερόντους, όπως γινόταν τα πρώτα χρόνια και με πολύ κόπο κατάφερε και έφτιαξε το σπίτι τους από κάτω, στις αρχές της δεκαετίας του 1950.

Από τη μνήμη της δεν μπορούν να φύγουν οι στιγμές που πηγαίνανε με τα πόδια μέχρι τη Γλυκή να δουλέψουνε στο ρύζι. Δουλέψανε κάμποσο εκεί, τουλάχιστον εξασφαλίζανε το ρύζι.

Φορούσε καλά ρούχα ο Ποστόλης, γραβάτες, καπέλο. Περιποιούνταν τον εαυτό του, για τα δεδομένα της εποχής φυσικά. Μια γλυκιά ανάμνηση της Ασπασίας είναι η τελευταία φορά που γλεντήσανε μαζί, ήταν στο γάμο του Νίκου Καραμούτσου και της Ρίνας, το 1960 πρέπει να ήταν ή το 1961. Λίγο μετά έφυγε για τη Γερμανία και δεν τον ξανάδε.

Τον Μάρτιο του 1957 έφυγε για πρώτη φορά από το χωριό με τον αδερφό του τον Αντρέα για το Βέλγιο. Έκατσαν επτά-οχτώ μήνες, έμασαν κάποια χρήματα και γύρισαν πάλι στο χωριό. Έμεινε τρία χρόνια στο χωριό και εν τω μεταξύ είχαν γεννηθεί και τα υπόλοιπα τέσσερα παιδιά μας. Ο Θανάσης (1952), ο Ηρακλής (1955), ο Βαγγέλης (1956) και ο Κώστας (1959).

Η Ασπασία δεν ήθελε να φύγει και έκλαιγε μέρα νύχτα. Εκείνη την περίοδο είχανε κάποια χωράφια, είχανε και ζώα, ζούσανε καλά. Ο Αποστόλης υπολόγιζε ότι θα έφευγε πάλι για λίγο, θα μάζευε χρήματα και θα γύριζε. Της έλεγε μάλιστα χαρακτηριστικά: «Αν πάθω τίποτα, θα ζήσετε καλά εσείς και τα παιδιά». Σαν να το ήξερε.

Δεν ξέρουμε ποιος τους συμβούλεψε να φύγουν για τη Γερμανία. Ξέρουμε ότι ήταν κάποιος από τις Παπαδάτες που ήξερε τον βουλευτή της Ένωσης Κέντρου Λευκάδας Μάρκο Τσαρλαμπά (πατέρα της Έλλης Στάη!) ο οποίος γενικώς βοηθούσε τον κόσμο που ήθελε να φύγει μετανάστης. Επίσης πολύ τον επηρέασε στην απόφαση ο ΒαγγέληΜήτσιος ο οποίος ήταν ο πιο καλός του φίλος.

Πατήστε για μεγέθυνση 
Ο Αποστόλης σκοτώθηκε στις 4 Αυγούστου 1961, ημέρα Σάββατο. Η είδηση στο χωριό ήρθε στις 6 Αυγούστου, ημέρα Δευτέρα, του Σωτήρως.

Η Ασπασία είχε πάει στο πανηγύρι στο Ρωμανό και όταν γύρισε ήρθε η δυσάρεστη είδηση. Ο αδερφός της ο μπαρμπα-Κώτσης ήταν αυτός που ανέλαβετο βαρύ φορτίο να την ενημερώσει.

Βρισκόταν στο καφενείο του χωριού, όπου εκεί δίπλα υπήρχε και το τηλεφωνείο. Η Ασπασία είχε πάει να ζευγαρώσει τη γελάδα της στου Λάκη Κιτσούλη. Όταν πήρε το κακό μαντάτοκατέβαινε κλαίγοντας και θρηνώντας τη ρούγα, με τη γελάδα στο ένα χέρι και το μαντήλι στα μάτια.

Δώδεκα μέρες μετά τον έφεραν στο χωριό. Δώδεκα μέρες ατελείωτες. Νύχτα μέρα γεμάτο κόσμο το σπίτι, θρήνος και οδυρμός. Ένα μοιρολόι που έκανε η μακαρίτισσα η Γιαννάκαινα, η μάνα του, σε συγκλόνιζε, απ΄ ό, τι λένε. Στην Αθήνα το πτώμα ήρθε από τη Γερμανία αεροπορικώς. Πήγαν να το παραλάβουν ο ΤακηΓιώργος και ο ΘωμαΓιάννης που ήταν χωροφύλακας. Η ταφή έγινε λίγες μέρες μετά τον Δεκαπενταύγουστο. Κόσμος πολύς περίμενε μπροστά από την αποθήκη του ΝασοΠαππά. Άνθρωποι από όλα τα χωριά. Τον πήγαν αμέσως στο νεκροταφείο, δεν τον κατέβασαν στο σπίτι. Το μαρτύριο έπρεπε να λάβει τέλος. Το χωριό βυθίστηκε στο πένθος. Η Ασπασία φόρεσε τα μαύρα και δεν τα έβγαλε παρά στα βαθιά γεράματα.

Πέντε χρόνια μετά, όταν αποπειράθηκαν να τον ανοίξουν, το πτώμα του δεν είχε διαβρωθεί. Ήταν όπως την τραγική μέρα του θανάτου. Από τότε, η οικογένεια δεν τόλμησε ποτέ να επαναλάβει το μακάβριο εγχείρημα.

Πατήστε για μεγέθυνση 
Έγινε το ξεσταύρωμα κάποια χρόνια μετά, αλλά ο τάφος του παραμένει κλειστός μέχρι σήμερα.

Οι Γερμανοί όταν ήρθαν στο Πολυστάφυλο έχασαν το φως από τα μάτια τους. Η έκπληξή τους ήταν ανείπωτη. Κανείς δεν θυμάται πως κατέβηκαν από τον Αη-Θανάση στο σπίτι. Κάποιοι λένε πως ίσως κατέβηκαν με το τρακτέρ του Φάνη Καϊάφα, που ήταν και πρόεδρος του χωριού. Δρόμος φυσικά δεν υπήρχε ούτε ηλεκτρικό στα σπίτια ούτε θέρμανση ούτε τίποτα. Το σπίτι ήταν μισό ταβανωμένο ενώ το πάτωμα ήταν λάσπη και χώμα. Και βέβαια μια γυναίκα, τραγική φιγούρα, με 5 μικρά παιδιά. Εικόνα που θα πρέπει να σπάραξε τις καρδιές των Γερμανών που δεν είπανε πολλά λόγια παρά έμεναν αποσβολωμένοι να κοιτάνε τον τόπο και τους ανθρώπους.

Και έτσι έμεινε έμεινε μόνη και έρημη στο Πολυστάφυλο, μια νέα γυναίκα, 31 ετών με 5 ανήλικα παιδιά, σε μια κλειστή και συντηρητική κοινωνία, απροστάτευτη μπροστά στην κακεντρέχεια κάποιων και εύκολο θύμα σε κακόβουλα σχόλια. Υπερήφανη ωστόσο και δυναμική κατόρθωσε και άντεξε.

Μεγάλο βάρος, όπως ήταν φυσικό, έπεσε στη μεγάλη κόρη, τη Σπυριδούλα που ήταν τότε 13-14 ετών και υποχρεώθηκε σε πρόωρη ενηλικίωση.

Αυτή έγινε δεύτερη μάνα και βοηθός στο μεγάλωμα των τεσσάρων μικρών αδελφών.

Το ελληνικό κράτος δεν έδειξε να ευαισθητοποιείται στην τραγική περίπτωση της Ασπασίας. Η περίφημη Πρόνοια περιορίστηκε στη χορήγηση μιας σύνταξης ενός μόλις μήνα, με την αιτιολογία ότι θα έβγαινε σύνταξη από το γερμανικό κράτος. Η σύνταξη όμως θα έβγαινε σε κάποιο χρονικό διάστημα. Ευτυχώς, το γερμανικό κράτος με την οργανωτικότητα και την ευαισθησία του στα κοινωνικά θέματα χορήγησε άμεσα κάποια επιδόματα και πολύ γρήγορα και τη σύνταξη ώστε να μην δημιουργηθεί πρόβλημα επιβίωσης για την οικογένεια.

Η σύνταξη ήταν πολύ ικανοποιητική.

Η Ασπασία δεν χρειάστηκε να εργαστεί και μπόρεσε να μεγαλώσει την οικογένειά της με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Εκτός από τη σύνταξη, το γερμανικό κράτος χορήγησε ένα ποσό αξιόλογο και για καθένα από τα πέντε παιδιά της οικογένειας μέχρι την ολοκλήρωση των σπουδών τους. Με τα χρήματα αυτά μπόρεσαν να τελειώσουν το εξατάξιο Γυμνάσιο και ένα από αυτά, ο Βαγγέλης, να σπουδάσει ιατρική στην Ιταλία.

Ήταν δυνατός και νευρώδης ο Αποστόλης. Δεν φοβόταν τη δουλειά. Τα χρήματα που έπαιρνε στη Γερμανία ήταν καλά, γιατί ήταν σημαντικά τα επιδόματα των παιδιών. Τον μισθό του τον έπαιρνε εκεί που ήταν, αλλά τα επιδόματα έρχονταν κατευθείαν στηνΕλλάδα. Η Ασπασία θυμάται ότι τα πρώτα χρήματα που έφτασαν και έπρεπε να πάνε στην Πρέβεζα να τα πάρουνε, εκείνη τα χάλασε αμέσως.

Πήγανε με την Πάτρα, η οποία θα έπαιρνε εμβάσματα για τον Ανδρέα. Η Πάτρα (σύζυγος του Ανδρέα) πήρε τα λεφτά και τα έβαλε στην τράπεζα. Εκείνη όμως, με τα πρώτα λεφτά, αγόρασε από ένα φόρεμα για τα παιδιά. Ύστερα ψώνιζε συχνά στο μαγαζί με χρυσαφικά τουΣάββα, που βρίσκεται δίπλα στο ρολόι της Πρέβεζας, στον πεζόδρομο. Σαράντα χρόνια πελάτισσα. Θρυλείται πως ακόμη τη θυμούνται.

Κάθε φορά που τα παιδιά και τα εγγόνια πήγαιναν στο καφενείο, ο Ντώνης και ο ΒαγγέληΓιάννης ήξεραν ότι δενθα πρέπει να πάρουν λεφτά από αυτούς. Πάντα ήταν όλα κερασμένα από την Ασπασία. Για πάρα πολλά χρόνια.

Πατήστε για μεγέθυνση 
Τα μαύρα τα έβγαλε τα τελευταία χρόνια, όταν άρχισαν να παντρεύονται τα εγγόνια της. Ήταν πάντα σοβαρή και μετρημένη. Καθόλου εκδηλωτική ως προς τα συναισθήματά της, πειραχτήρι ωστόσο και με διάθεση να περιπαίξει εγγόνια, παιδιά και νυφάδες. Εδώ και είκοσι χρόνια έπαψε να βγαίνει στην εκκλησία και εγκατέλειψε την κοινωνική ζωή του χωριού. Τα έβγαλε πέρα μόνη της, με τον δυναμισμό της και το θάρρος της σε πολύ δύσκολες εποχές για τη θέση της γυναίκας.

Εδώ και έξι χρόνια οι κινήσεις της γίνονται πιο δύσκολες. Τον χειμώνα, η περήφανη αυτή γυναίκα, που ποτέ δεν της άρεσε η Αθήνα, φιλοξενείται από την κόρη της Σπυριδούλα και το καλοκαίρι γυρίζει στο χωριό.

Όλα αυτά τα χρόνια πολύτιμη ήταν ησυμπαράσταση της αδερφής της, της επίσης χαροκαμένης, Βασίλενας (σύζυγος του Βασίλη Καραβίδα που δολοφονήθηκε από τους κομμουνιστές στο Νταλαμάνι το 1945).

Αυτή η γυναίκα αποτελεί αναμφισβήτητα πρωτοπορία για το Πολυστάφυλο. Ας είναι καλά!

Βαγγέλης Μπακόλας

Το 1988 υπηρετούσα ως αγροτικός ιατρός στο Κανάλι Πρέβεζας. Μια μέρα στο καφενείο που ήμασταν ένας Τάκης Κληρονόμος από το Κανάλι με ρώτησε: γιατρέ από πού είσαι εσύ; Όταν του απάντησα από το Πολυστάφυλο εκείνος με ενδιαφέρον με ρώτησε ποιανού Μπακόλα είμαι από το Πολυστάφυλο, γιατί στη Γερμανία που ήταν γνώρισε τον μακαρίτη τον Αποστόλη. Όταν του είπα ότι είμαι γιός του, μου αφηγήθηκε μια ιστορία που την καταθέτω ως μαρτυρία...

Ο πατέρας μου, επειδή έπαιρνε τα επιδόματα των παιδιών που συμπλήρωναν τον μισθό του και επειδή η υγεία του ήταν επισφαλής κάτω στα ανθρακωρυχεία που έκοβε κάρβουνο, ζήτησε από τον Κληρονόμο να αλλάξουνε πόστο και να πάρει το δικό του που ήταν να περιμαζεύει τα κομμένα κάρβουνα καινα τα βάζει στα βαγόνια. Πόστο ασφαλώς πιο ανώδυνο και μάλλον λιγότερο επικίνδυνο. Ο Κληρονόμος, χωρίς παιδιά και επιδόματα, σκέφτηκε πως είναι ευκαιρία να αυξήσει το μισθό του κι ας ήταν πιο επικίνδυνη η θέση του.

Πράγματι αλλάξανε πόστο. Όμως στην πρώτη αλλαγή βάρδιας συνέβη το μοιραίο.

Ένα βαγονέτο εκτροχιάστηκε και στην προσπάθειά τους να το επαναφέρουν στις ράγες ο πατέρας μου σκοτώθηκε.

Θωμάς Λιόντος

Ο Αποστόλης Μπακόλας ήταν πολύ αξιόλογη περίπτωση ανθρώπου. Ήταν ένας λεβεντάντρας πραγματικός, ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Τον καμάρωνα. Τον θυμάμαι όταν ήμουν μικρός, αρχές δεκαετίας του 1950, στην Αγία Παρασκευή να κουβεντιάζει, να υποστηρίζει και να συμβουλεύει εμάς τους μικρούς να φύγουμε από το χωριό και να αναζητήσουμε μια καλύτερη τύχη μακριά από τη φτώχεια. Δικό μου όνειρο τότε ήταν να πάω στην Αυστραλία. Αλλά η ζωή τα έφερε αλλιώς.

Ήμουν με άδεια από την υπηρεσία μου, τον Αύγουστο του 1961, όταν συνέβη το δυσάρεστο γεγονός. Υπηρετούσα τότε και για πολλά χρόνια, από το 1956 ως το 1969 στη Χωροφυλακή της Μυτιλήνης. Επειδή δεν μπορούσε να κατέβει κανείς από το χωριό, οι άνθρωποι είχαν ζώα, χωράφια, δουλειές, ανέλαβα εγώ το βαρύ φορτίο να παραλάβω τον νεκρό Αποστόλη. Τότε προθυμοποιήθηκε και ο μακαρίτης ο ΤάκηΓιώργος και αποφασίσαμε να πάμε μαζί στην Αθήνα στο ραντεβού που είχαμε την τάδε μέρα και ώρα στο αεροδρόμιο. Με ταξί από τα Λέλοβα φτάσαμε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Η χήρα η Ασπασία, που έπαιρνε τότε τα εμβάσματα και είχε κάποια χρήματα, μας έβαλε τα χρήματα του ταξί. Φτάσαμε στο αεροδρόμιο, δείξαμε τις ταυτότητες και μας παρέδωσαν το φέρετρο με τη ρητή και αυστηρή εντολή να μην τον ανοίξουμε. Υποθέτω ότι κάποιο σημείο του σώματος θα είχε πολτοποιηθεί και απ’ ό, τι μας είπαν τον είχαν βαλσαμώσει.

Με το ίδιο ταξί αμέσως γυρίσαμε στο χωριό. Το φέρετρο πήγε κατευθείαν στο νεκροταφείο. Η κηδεία έγινε τηνίδια μέρα.

Ηρακλής Μπακόλας

Ο πατέρας Απόστολος. Ο πατέρας μας. Ο Ποστόλης όπως τον φώναζε η μητέρα μας Ασπασία ως τις τελευταίες του ώρες. Η ζωή δεν τους άφησε να ζήσουν μαζί παρά ελάχιστα. Στις 4 Αυγούστου 1961 «έφυγε» σε εργατικό ατύχημα στα ανθρακωρυχεία του Μπόχουμ της Γερμανίας. Πρόλαβαν όμως να αποκτήσουν πέντε παιδιά.

Τον πατέρα μας δεν προλάβαμε να τον γνωρίσομε. Η Σπυριδούλα μόλις στα 14 (3-6-1947), ο Αθανάσιος μόλις στα 9 (9-9-1952), ο Ηρακλής μόλις στα 6 (11-1-1955), ο Ευάγγελος μόλις στα 5 (4-5-1956) και ο Κωνσταντίνος μόλις στα 2 (15-4-1959), όταν εκείνος χάθηκε.

Γεννήθηκε στις 25 Γενάρη 1926 (ταυτότητα 19-3-1926) στη Ρουσιάτσα τότε, σήμερα Πολυστάφυλο. Γονείς του ήταν ο Ιωάννης Σπυρ. Μπακόλας (Μπαρμπα-Γιαννάκης ή Γιαννακη-Τάσος) και η Μάρθα Αναστασίου από το Νικολίτσι.

Αδέρφια του, ο Σπύρος (σκοτώθηκε από τους Γερμανούς στο Λούρο Πρεβέζης), η Παρασκευή (παντρεύτηκε τον Θωμά Αντωνιάδη από το Αλεποχώρι), ο Ανδρέας (παντρεύτηκε την Πάτρα Παππά), ο Τριαντάφυλλος (παντρεύτηκε την Ιωάννα Κωλέτση) και ο Παναγιώτης (παντρεύτηκε την Ανδρομάχη Τσίπη).

Ο Αποστόλης παντρεύτηκε μικρός, στις 6 Ιουλίου 1945, όπως όριζαν τα δεδομένα της εποχής, σε ηλικία 19 ετών, την Ασπασία σε ηλικία 15 ετών.

Σε ηλικία 31 ετών βρέθηκε μετανάστης στο Βέλγιο. 13 Μαρτίου 1957 έφτασε εκεί. Μετά από εργασία 9 μηνών στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου επιστρέφει στην Ελλάδα με την προοπτική να μην ξαναφύγει ποτέ. Όμως, ο πατέρας ξαναβρέθηκε μετανάστης, στη Γερμανία αυτή τη φορά, σε ηλικία35 ετών, λίγο έξω από την πόλη του Μπόχουμ, στην περιφέρεια της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Μετά από εργασία 3 μηνών σκοτώθηκε εν ώρα εργασίας στα ανθρακωρυχεία του Μπόχουμ.

 Λίγα λόγια για τη Μετανάστευση

Η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που δέχεται Έλληνες να δουλέψουν στ’ ανθρακωρυχεία της είναι το Βέλγιο το 1954.
Ανάμεσα στα 1954-1958, 15.000 (για άλλους 40.000) Έλληνες περνούν τα σύνορα. Η Γερμανία μπαίνει στο παιχνίδι λίγο αργότερα, το 1959 με 2.500 εργάτες. Το 1960 όμως η αύξηση είναι αλματώδης, όπου προστίθενται 23.000. Το 1961 ακόμη 30.000, το 1962 47.500, το 1963 58.000, τον επόμενο χρόνο 65.000. Έτσι, στο τέλος του 1965 περίπου 200.000 Έλληνες βρίσκονται στη Γερμανία, δουλεύουν στη βαριά βιομηχανία, ενώ μέχρι το 1976, ο αριθμός των Ελλήνων εργαζομένων στη Δ. Γερμανία ανέρχεται στους 630.000, δηλαδή στο 84% του συνολικού αριθμού των μεταναστών στην Ευρώπη μεταπολεμικά. Οι ρυθμοί αυτοί εξόδου συντηρούνται μέχρι τη Μεταπολίτευση, οπότε και αρχίζουν σταδιακά να πέφτουν.
_________________________
* Εκδότης της εφημερίδας "Το Πολυστάφυλο" (Μακαρίου 30 ΤΚ 14233 Περισσός Αττικής) και μέλος του εν Αθήναις Συλλόγου Πολυσταφυλιτών Πρεβέζης η "Αγία Τριάδα".

Bookmark and Share