Πατήστε για μεγέθυνση |
Του Χαράλαμπου Γαλιάνδρα-Αρτινού
Η σχέση μου με τα βουνά, αν και καμπίσιος, υπήρξε ανέκαθεν σχέση αθεράπευτα ερωτευμένου με τη φύση, την πανέμορφη θέα, τη νοσταλγία και τη φυγή από τη σκληρή πραγματικότητα της ψυχοφθόρας μεγαλούπολης που ζούμε, των διαρκών προβλημάτων, του άγχους, της… ασφυξίας.
Ο έρωτάς αυτός πηγάζει από το προγονικό αίμα που ρέει στις φλέβες μου και οφείλεται στην αείμνηστη βάβω μου, Μαρία Ρούμπου-Τζουβάρα, η οποία «φύτρωσε» στα ριζά των περήφανων Τζουμέρκων, στο ιστορικό Βουργαρέλι Άρτας. Στη γιαγιά μου οφείλω λοιπόν τις βουνίσιες μυρουδιές που αδιαλείπτως κουβαλάω μέσα μου, τα βελάσματα και τα μουγκρίσματα των ζωντανών, τα ακούσματα των τσοκανιών και κυπριών, τα τιτιβίσματα και τα κρωξίματα των πουλιών, τα κελαρύσματα των κρυστάλλινων νερών, το θρόισμα των δέντρων. Όπως οφείλω τα όσα με πλημμυρίζουν βλέποντας το σπάθισμα του κεραυνού και ακούγοντας το απόκοσμο βρόντο του, τη λάμψη της αστραπής, το ξέσπασμα της μπόρας, την ομορφιά του ολόλευκου σεντονιού που σκεπάζει απάτητες βουνοκορφές και νιώθω την οργή του Βοριά που τα πάντα παγώνει και που κάνει σώματα και φυλλοκάρδια να τρεμουλιάζουν. Μα πάνω απ΄ όλα οφείλω τις ολόλαμπρες ανατολές που ατενίζω και τα πορφυρένια ηλιοβασιλέματα που απολαμβάνω από πανοραμικές ραχούλες και πανύψηλα αγνάντια. Από ΄κει που σχεδόν αγγίζω τον στολισμένο με αμέτρητα κεντίδια ουρανό. Τα οποία τρεμοσβήνουν αστροφέγγοντας με δανεικό φως από ολόγιομα φεγγάρια, τα οποία με τη σειρά τους και για χάρη των αστεριών, και δική μας, αντανακλούν το ανέσπερο φως του ήλιου, δίνοντας λόγο ύπαρξης, ζωής, λάμψης και ομορφιάς σε ουρανό, γη και ανθρώπους κατά τα δροσοστόλιστα σαλαγιάσματα του σκάρου σε όσους μακροβίοτους έχουν την τύχη να παραμένουν σε βουνά και λαγκάδια.
Όλες αυτές οι αγάπες, οι αδυναμίες και οι διαδρομές μου παραμένουν ολοζώντανες και ξυπνούν σε κάθε δοθείσα ευκαιρία. χειμώνα-καλοκαίρι. Είτε βροχοπερπατώντας, είτε σταλιζόμενος, είτε ηλιοδιαβαίνοντας τις τακτικές διαδρομές μου. Στον χιλιοτραγουδισμένο Παρνασσό, τη Δαύλεια, το Λαπαθιά και την Αγία Ιερουσαλήμ, την ερωτοχτυπημένη και βάναυσα κακοποιημένη από ανθρώπινα χέρια και μηχανικά τέρατα που κατατρώγουν τα σπλάχνα της πανέμορφη Γκιώνα ή τέλος πάντων ότι απέμεινε απ΄ αυτήν, την παρθενογέννητη Οίτη με τον εξαίσιο δρυμό της. Βουνά ξεχωριστά και ζηλευτά που μας φιλοξενούν στις τακτικές επισκέψεις μας και μας φιλοδωρούν με τσάι, μέντα, ρίγανη, θυμάρι, θρούμπη, αμπελίνα, κούμαρα, μανιτάρια, ακατούρητα και ατάιστα από φυτοφάρμακα θρεπτικότατα και καθάργια χορταρικά και μας κοιμίζουν στις αστροφεγγαρόφωτες αγκαλιές τους.
Μια τέτοια, περίπου, μέρα είχα την τύχη να βιώσω πρόσφατα και στην κοντινή μας Πάρνηθα, ανηφορίζοντας προς το Κατσιμίδι, το οποίο είχα να επισκεφθώ εδώ και μισό αιώνα, όπου πήγαινα με άλλους συνομήλικές μου, κάνοντας τη διαδρομή με ποδήλατα(!), κάτι αδιανόητο σήμερα, εκδράμοντες από την προσφυγούπολη Νέα Ιωνία.
Την ευκαιρία αυτής της επανάκαμψης και εμπειρίας, καθώς και της προσωπικής αφήγησης, μου την έδωσε η Αδελφότητα Απόδημων Αθαμανιωτών και Κάτω Αθαμανιωτών Αττικής, η οποία χρόνια τώρα, αναβιώνοντας έθιμα του τόπου καταγωγής των, πραγματοποιούν μυσταγωγική εκδήλωση-γιορτή φασολάδας στις καταπράσινες, όσες απέμειναν, πλαγιές της Πάρνηθας.
Φέτος το αντάμωμα πραγματοποιήθηκε σε ένα υπέροχο χορταριασμένο ξέφωτο, στην περιοχή Κατσιμιδίου. Ένα θαυμάσιο πλάτωμα, που μπορεί να μη συγκρίνεται με τη μοναδική δική μας Κωστηλάτα, ήταν όμως γεμάτο από ανθρώπους της περιοχής. Αθαμανιώτες και Βουργαρελιώτες, Θεοδωριανίτες και Τζουμερκιώτες γενικώς, νύφες και γαμπροί, φίλοι και γνωστοί, με παιδιά και εγγόνια. Όλοι τους με κέφι και χαρά κατέκλεισαν το χώρο και τον πλημμύρισαν με φωνές, γέλια και τραγούδια. Αλλά και γαργαλιστικές μυρωδιές που αναδυόταν από τα καζάνια με τη φασολάδα, το κοκορέτσι, το κοντοσούβλι και τις μπριζόλες που τίμησαν δεόντως και ανεξαιρέτως όλοι. Δεν έλειψαν βεβαίως και οι σπιτικές πίτες, τα κεφτεδάκια, τα τζατζίκια, οι παχύσαρκες χοντρολιές και ο χαλβάς. Τον πρώτο λόγο είχε όμως το ζαμπελίσιο τσίπουρο, το μυρωδάτο κρασί και η σκανδαλιστική συνοδεία τους, το τριανταφυλλένιο λουκούμι, με ή χωρίς αμύγδαλο.
Περίσσευε βέβαια η χαρά και η λάμψη στα πρόσωπα όλων. Οι ευχές πλουσιοπάροχες, όπως οι αγκαλιές και τα φιλιά. Και τα πειράγματα. Πολλά πειράγματα και ανέκδοτα που έκαναν την ατμόσφαιρα περισσότερο ευχάριστη. Ειδικά αυτά για τους μονομάχους ταβλαδόρους, η φωτογραφία των οποίων αναρτήθηκε στο διαδίκτυο και ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο, χάρη στο χοροδιδάσκαλο Κώστα Μπατσή. Όμως αυτό που μαγνήτιζε τα μάτια και φώτιζε τις παρουσίες μας ήταν τα παιδιά. Πολλά παιδιά, που χάρηκαν την ποδηλατάδα, τη μπάλα και τα κυνηγητά στο ολοπράσινο χαλί της φύσης, που έκανε τα πεσίματα και τα τσουλίσματα πάνω του ευχάριστα και ακίνδυνα.
Όπως περίσσευε η φιλοξενία, η φροντίδα και η περιποίηση των πολυπληθών συγχωριανών και συμπατριωτών εκ μέρους των μελών του διοικητικού συμβουλίου της Αδελφότητας, πρωτοστατούντων του αεικίνητου προέδρου κ. Λευτέρη Τσίπρα, της συζύγου του, πρόσχαρης και αγαπητής κ. Ντίνας και του αντιπροέδρου κ. Πολύβιου, όχι του γνωστού ιστορικού, αλλά καλού πατριώτη, Τσίρκα,. Ανάμεσά στους παρευρεθέντες και οι δικοί μας «Λαλητάδες», Δημήτρης Τσίπρας και Δημήτρης Ρίζος, οι οποίοι δεν μας κράτησαν μουσική συντροφιά, και καλώς έπραξαν, αφού ήταν συμμετέχοντες και συνεορτάζοντες στην εκδήλωση. Άφησαν όμως το θεάκουστο μουσικό έργο τους σε ένα τυχάρπαστο και απαράδεκτο «μπουλούκι», το οποίο με απαίσια γρατζουνίσματα, αγριοφωνάρες, και φαλτσοπαιξίματα εκβίαζαν τον όβολό μας. Ας είναι.
Κατά τα άλλα περάσαμε μια υπέροχη, ευχάριστη μέρα ανάμεσα σε συγγενείς, φίλους και γνωστούς. Σε μια εξίσου θαυμάσια ορεινή τοποθεσία σαν αυτές της ιδιαίτερης πατρίδας μας ή περίπου σαν αυτές και αυτές που μας κληροδότησε ο ανεπανάληπτος φυσιολάτρης, χαρισματικός συγγραφέας Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ξεναγώντας μας κατά τα πρωτάτα μας στα «Ψηλά βουνά» του. Και που κουβαλάμε μέσα μας από τα παιδικά μας χρόνια.
Ήταν μια υπέροχη μέρα που τη ζήσαμε και την ξαναζωντανέψαμε, έστω και μακριά από τα πατρώα εδάφη και την πολυτραγουδισμένη Κωστηλάτα μας. Και γι΄ αυτό ευχαριστούμε θερμά τα μέλη της διοίκησης της Αδελφότητας Αθαμανιωτών και Κάτω Αθαμανιωτών, καθώς και όλους όσοι συνέβαλαν με κάθε τρόπο στην άρτια διοργάνωσή της. Και του χρόνου ακόμη περισσότεροι.