Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Αφιερωμένο στην Ελληνοτουρκική φιλία. (βίντεο)

Αφιερωμένο στην Ελληνοτουρκική φιλία, στις μητέρες πατρίδες, στην καλή γειτονία.
Όχι τίποτα άλλο αλλά γιατί "οι Τούρκοι είναι φίλοι μας και μας αγαπάνε".
Έτσι δεν είναι κ. Παπανδρέου, έτσι δεν είναι κ. Ερντογάν;
Καταλάβε το μία για πάντα όσο εσείς όσο και οι υπερδυνάμεις πάνω σε τούτη τη γη
ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΑΛΛΑΞΕΙ ΟΥΤΕ Ο ΘΕΟΣ Ο ΙΔΙΟΣ, ΟΤΙ ΚΑΙ ΑΝ ΚΑΝΕΤΕ, ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ, ΟΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΘΑ ΛΑΜΨΟΥΝ

Ανέκδοτη μαρτυρία του Θανάση Γ. Κακογιάννη...

"Μαζεμένοι στο σπίτι του παππού, η οικογένεια ζούσε τον εφιάλτη της προσμονής της δικής μας δοκιμασίας. Οι Τσέτες μπαινόβγαιναν και ανεβοκατέβαιναν στα σπίτια των χριστιανών. Σκοπός τους η διαρπαγή, η λεηλασία, η σφαγή, οι βιασμοί. Το ακόρεστο πάθος κυρίαρχο και ανελέητο καταπάνω σε γέροντες, γυναίκες και παιδιά. Με αισθήματα αφόρητης αγωνίας, περίμεναν οι μεγάλοι, ο παππούς, η γιαγιά, η μάνα και ο Μήτσος μας τη σειρά μας. Τα μικρά, εμείς, κουλουριασμένα, φοβισμένα και χωρίς συναίσθηση του τι μας περίμενε, το ένα κοντά στο άλλο, πιασμένα από τα φουστάνια της μάνας και της γιαγιάς. Ο πατέρας άφαντος κάπου για να γλιτώσει.
Και η σειρά μας ήρθε. Άγρα χτυπήματα στην αμπαρωμένη πόρτα με φοβερές φωνές. Ο μεγάλος αδελφός, ο Μήτσος, κατέβηκε και άνοιξε την πόρτα. Ήταν ο πρώτος που δοκίμασε την επιδρομή μιας ομάδας από Τσέτες. Αφού τον κοπάνισαν με τα κοντάκια των τουφεκιών τους, αγρίμια αληθινά, όρμησαν ανεβαίνοντας τις σκάλες. Άρπαξαν το γέρο παππού ζητώντας να τους δώσει χρήματα και ό,τι άλλο είχε. Συνέχεια άρπαξαν από τα μαλλιά τη γιαγιά και ζητούσαν να τους δώσει δαχτυλίδια, ρούχα και τρόφιμα. Δεν τους έφταναν ό,τι έπαιρναν. Άρχισαν να χτυπούν. Μ’ ένα γουδοχέρι πέτρινο έσπασαν το κεφάλι του παππού, συνέχισαν τα χτυπήματα στη γιαγιά, ώσπου και οι δύο τους έπεσαν αναίσθητοι. Όλοι κλαίγαμε, το μωρό στην αγκαλιά της μάνας τσίριζε. Ένας θρήνος γιόμισε το σπίτι, που εν τω μεταξύ το είχαν κάμει άνω-κάτω ψάχνοντας, ζητώντας πουγκιά και χρυσαφικά. Αγρίμια αληθινά, δεν αρκέστηκαν σε ό,τι βρήκαν και άρπαξαν.

Οι βιασμοί

Σε μια γωνιά του σπιτιού ήταν καθισμένη, έχοντας στα γόνατά της το μικρό της γιο, μια γειτόνισσα που είχε ζητήσει να μείνει μαζί μας από το φόβο που ήταν μοναχή και έρημη. Πριν από έναν μήνα είχε μάθει το θάνατο του άνδρα της που σκοτώθηκε στο μέτωπο. Είχε φορέσει ό,τι παλιόρουχα είχε κι είχε σκεπάσει το κεφάλι της με διπλό τσεμπέρι για να κρύψει το πρόσωπό της και τα χρόνια της. Πώς όμως να ξεφύγει η δύστυχη από τ’ άγρια θηρία;
Μυρίστηκαν το θήραμά τους. Κοντοστάθηκαν απέναντί της, έσκυψαν και με μιας της τράβηξαν τα τσεμπέρια από το κεφάλι. Ξεχύθηκαν τα μαύρα μαλλιά της και άστραψαν μπροστά τους τα μεγάλα μαύρα μάτια της και το ωραίο λευκό πρόσωπο. Με βία παραμέρισαν το αγόρι της και την τράβηξαν σέρνοντάς την στο διπλανό δωμάτιο. Σε λίγες στιγμές ακούσαμε τα βογκητά και τις οιμωγές της… Μια κρυάδα μ’ έναν αποτροπιασμό μας πάγωσε μικρούς και μεγάλους. Η φρίκη γιόμισε όλο το σπίτι μπροστά στο κατοπινό θέαμα της βιασμένης γυναίκας. Ένα ματωμένο κουρέλι σύρθηκε κοντά μας με σκισμένα τα ρούχα και ματωμένο όλο της το κορμί, με ασταμάτητους λυγμούς. Μάζεψε το αγόρι της και διπλώθηκε στα γόνατά της. Η γιαγιά πήγε κοντά της και με λίγο νερό της ξέπλυνε το πονεμένο της πρόσωπο.
Μα της δύστυχης δεν της έφτανε το δικό της μαρτύριο. Πάνω σ’ όλα αυτά, να κι ένας πολίτης Τούρκος. Θα ήταν έως είκοσι χρονών, ήταν από τους λίγους Τούρκους του χωριού. Χωρίς μιλιά γύρισε μια ματιά σε όλους κι ύστερα κοντοστάθηκε μπροστά στη γυναίκα που ολοφυρόταν. Έσκυψε και σήκωσε το αγόρι και κρατώντας το από το χέρι, τράβηξε κατά τη σκάλα. Η δύστυχη με το έντονο προαίσθημα του κακού για το αγόρι της, χίμηξε ν’ αρπάξει από τα χέρια του μισερού τουρκόπουλου το παιδί της. Κι ο νεαρός, πάντα στυγνός και αμίλητος, με μια κλωτσιά την ξάπλωσε στο πάτωμα κι ευθύς τραβώντας το παιδί, κατέβηκε. Λίγο πιο κάτω από το σπίτι του παππού ήταν κάτι χαλάσματα. Από το μισάνοιχτο παραθύρι έγειρε ο Μήτσος μας και είδε πως έσυρε το αγόρι μέσα σ’ εκείνα τα χαλάσματα… Δεν θα είχε περάσει μισή ώρα και το αγοράκι γύρισε κατατρομαγμένο και μέσα στα κλάματα. Εξουθενωμένο έπεσε στην αγκαλιά της βιασμένης μάνας του. Του σήκωσε τα ρουχαλάκια του κι ύστερα με λίγο νερό προσπάθησε να το συνεφέρει. Μια νεκρική σιγή σκέπασε όλο το σπίτι. Οι μεγάλοι αμίλητοι κι εμείς τα μικρά τρέμαμε ολοσούσουμα.
Οι στιγμές ήταν αβάσταχτες. Σε λίγο τα δάκρυα και οι λυγμοί μας έπνιγαν όλους, μικρούς και μεγάλους, κι ο τρόμος κυρίαρχος ως την τελευταία ικμάδα της ύπαρξής μας. Έτσι, ξημερωθήκαμε.
Δεν άργησαν πάλι τα χτυπήματα της πόρτας.
Την άλλη μέρα, κι ενώ οι πυροβολισμοί και τα τρεχοβολητά δικών μας που έτρεχαν να κρυφτούν και των Τούρκων που κυνηγούσαν τα θύματά τους, ανήμποροι να κάνουμε οτιδήποτε, μιας και βρισκόμασταν στο έλεος των αιμοδιψών πάνοπλων ληστών, περιμέναμε ανυπεράσπιστοι την τύχη μας. Και δεν άργησαν πάλι τα χτυπήματα της πόρτας. Έφτασε αυτή τη φορά ένα μπουλούκι. Άρχισαν κι έψαχναν παντού, μοιράζοντας κοντακιές. Τσουβάλια με σταφίδα, τενεκέδες με πετιμέζι και τυριά, ό,τι ρούχα είχαν απομείνει από τους χτεσινούς. Βρισιές, κλωτσιές και με τις λόγχες κομμάτιαζαν τις εικόνες. Ύστερα φόρτωναν τη λεία τους κι έφευγαν, ώσπου να έρθουν άλλοι για ν’ αποσώσουν τη διαρπαγή.
Άλλοι, μη βρίσκοντας ό,τι γύρευαν, ξεσπούσαν πάνω στα κορμιά μικρών και μεγάλων. Η σαδιστική μανία τους ξεπερνούσε κάθε όριο. Έφτασαν ν’ αρπάξουν από την αγκαλιά της μάνας μας το μωρό της έξι μηνών, να το αναποδογυρίσει ο άγριος Τσέτης, να το κρατήσει ανάποδα από τα δυο του ποδαράκια και με ξεγυμνωμένο μαχαίρι να θέλει να το σχίσει στα δύο. Μπροστά στα ουρλιαχτά της μάνας κι όλων μας και στην προτροπή ενός συντρόφου του ν’ αφήσει το μωρό, το πέταξε κάτω και παίρνοντας ό,τι ρουχικό και τρόφιμα βρήκαν, βρίζοντας στη γλώσσα τους έφυγαν. Έτσι κόρεσαν τα πάθη τους τα στίφη των Τσετών. Μετά από κάθε αναχώρηση, χαμός και θρήνος.

Η θεία Γιασεμή και ο θείος Τζώρτζης

Η θεία Γιασεμή, η μικρή αδελφή της μάνας, ως είκοσι χρονών, λίγο ακόμα και θα έσκαζε μέσα στο αμπάρι με το σιτάρι που από την αρχή κάθε τόσο την έχωνε ο παππούς για να γλιτώσει το βιασμό. Μόλις κατέβαιναν τα μπουλούκια, ο θείος Τζώρτζης Γκίρδης, αδελφός της μάνας, που έκανε τον σφαγμένο κι ήταν ξαπλωμένος πάνω από το αμπάρι που μέσα του κρυβόταν η θεία, ανασηκωνόταν να πάρει κι αυτός αναπνοή. Ήταν σκεπασμένος μ’ ένα σεντόνι που ήταν καταματωμένο από τις πληγές που μόνος του προκάλεσε στο σώμα του. Στην τελευταία επιδρομή, μόλις έφυγαν, τράβηξε μια τάβλα πάνω από το αμπάρι, το άνοιξε για να πάρει αέρα η αδελφή του. Και μόλις ήταν καιρός, μελανιασμένη και λιγοθυμισμένη την τράβηξαν στο δωμάτιο με χίλιους φόβους. Τη δρόσισαν και πάλι ύστερα στο αμπάρι, κι από πάνω βουτηγμένος στα αίματα ο θείος Τζώρτης και σκεπασμένος με το σεντόνι.
Με το αιμάτινο αυτό καμουφλάζ ο θείος Τζώρτης περίμενε να σωθεί. Η οικογένειά του, που γλίτωσε στη Χίο, τον είχε για χαμένο. Τελικά ανταμώθηκαν, όταν γύρισε από την αιχμαλωσία, από την όποια όμως δεν κατάφερε να γλιτώσει.
Οι χτύποι και τα τρεχοβολητά στους δρόμους, από τους κυνηγημένους κι από τις ομάδες των Τσετών, μας έκαναν όλους να τρέμουμε από το φόβο. Αυτοί οι χτύποι σημάδεψαν τα παιδικά μας και τα εφηβικά μας χρόνια. Κατοπινά, κι ύστερα ακόμα από μερικά χρόνια οι χτύποι στις πόρτες τη νύχτα, θες από τους αέρηδες ή από τους γειτόνους και τους επισκέπτες, ζωντάνευαν τις φριχτές ώρες της αγωνίας και του τρόμου. Και στον ύπνο πάντα ο εφιάλτης του απάνθρωπου Τσέτη.
Έφυγαν οι Τσέτες, ήρθε ο Τουρκικός Στρατός και η αιχμαλωσία.
Το μαρτύριο της επιδρομής των Τσετών, με τους ξυλοδαρμούς, τις λεηλασίες και τους βιασμούς, κράτησε πέντε ολόκληρα μερόνυχτα. Κι αφού πια είχαν κορέσει κάθε ταπεινό τους ένστιχτο, τα άταχτα μπουλούκια τους τραβήχτηκαν σε άλλους τόπους για να συνεχίσουν το μισερό τους έργο.
Θα ‘ταν η 10 του Σεπτέμβρη, όταν μπήκαν στα Αλάτσατα τμήματα του Τούρκικου Στρατού. Η πρώτη διαταγή τους ήταν να παρουσιαστούν όλοι οι άντρες από 18 χρονών μέχρι 60. Έτσι μάζεψαν όλους, όσους δεν είχαν καταφέρει να φύγουν. Ανάμεσά τους ο Δημητρός μας, ο θείος Τζώρτζης, που γλίτωσε την κακοποίηση χάρη στο ματωμένο σεντόνι με το οποίο είχε κουκουλωθεί, όχι όμως και την αιχμαλωσία, οι δύο θείοι Γιαννακός και Δημήτρης Κακογιάννης κι άλλοι πολλοί φίλοι και συγγενείς της οικογένειας. Ο πατέρας από κεραμίδι σε κεραμίδι είχε ξεφύγει στην αρχή από τους Τσέτες, μα δεν ξαναφάνηκε ποτέ πια. Κάπου άφησε το κορμί του. Ποιός ξέρει πώς. Πάντως ανάμεσα στους αιχμαλώτους Αλατσατιανούς δεν ήταν.
Σε μακρινές σειρές, χωρίς να μπορέσουν να πάρουν τίποτα μαζί τους, πήραν το δρόμο της αιχμαλωσίας μαζί με τους άντρες άλλων χωριών και πόλεων της Μικρασίας. Από τη Σμύρνη που έφτασαν, τράβηξαν ως τα βάθη της Ανατολής. Η αιχμαλωσία με ανείπωτα μαρτύρια διάρκεσε δύο και πλέον χρόνια. Όσοι μπόρεσαν κι επέζησαν, γύρισαν στην Ελλάδα. Μα αυτοί ήταν πολύ λίγοι. Οι πολλοί περισσότεροι άφησαν τα κόκαλά τους στους κάμπους και στις ερημιές της Μικρασίας.

Η αρχή της προσφυγιάς

Αφού μάζεψαν τους άντρες, με άλλη διαταγή όλα τα γυναικόπαιδα μαζί με τους ηλικιωμένους έπρεπε να μαζευτούμε στις εκκλησίες και ιδίως στη μεγάλη εκκλησία Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί, στο προαύλιο της εκκλησίας ήταν ένα πηγάδι. Οι φήμες λένε ότι έπεσαν μέσα για να γλιτώσουν το βιασμό από τους Τούρκους πολλές νέες. Η μάνα με το μωρό της στην αγκαλιά και με μια σκεπασμένη εικόνα της Υπαπαντής, που δεν την αποχωρίστηκε σε όλες τις μέρες της δοκιμασίας, κρύβοντάς την κατά τις επιδρομές των Τσετών, μας μάζεψε σε μια γωνιά. Η δύσμοιρη, μονάχη, χωρίς τον νοικοκύρη της, χωρίς τον μεγάλο αδερφό, με τέσσερα παιδιά από έξι μηνών έως δώδεκα χρονών. Όλη τη νύχτα βαριαναστέναζε κι έκλαιγε σιωπηλά. Σαν σταματούσαν τα δάκρυα, ένωνε μαζί με τις άλλες γυναίκες και μανάδες τις προσευχές της. Έτσι ξενυχτήσαμε τα γυναικόπαιδα δυο βραδιές. Την άλλη μέρα, νηστικούς και πεινασμένους, μας ξεσήκωσαν για τον Τσεσμέ, όπως ήμασταν, χωρίς να πάρει κανείς τίποτα μαζί του. Πολλοί γυμνοί και ξυπόλητοι ξεκίνησαν. Οι μεγάλοι κατάλαβαν πως οδηγούμασταν στην προσφυγιά.
Θυμάμαι που φεύγοντας για τον Τσεσμέ περάσαμε μπροστά από το σπίτι μας, που ήταν στον κεντρικό δρόμο. Η πόρτα του ισογείου ήταν ανοιχτή. Η μάνα γύρισε και κοίταξε, θυμάμαι. Το ίδιο κι εγώ. Είδαμε το μαξούλι της χρονιάς, το σωρό της ψιλόροης σταφίδας που ήταν μαζεμένη εκεί μπροστά να την τσουβαλιάζουν οι Τούρκοι. Η μάνα δεν κρατήθηκε, κοντοστάθηκε, κοίταξε για μια στιγμή με πίκρα και για τελευταία φορά το σπίτι μας και συνέχισε ύστερα από την προσταγή του στρατιώτη που βάδιζε παράπλευρά μας. Τα δάκρυα την είχαν πνίξει. Θρήνος για τον χαμένο πατέρα, για τον αιχμάλωτο γιο, για ό,τι αφήναμε, σπίτι και πατρίδα.

Ο δρόμος για τον Τσεσμέ και μετά στο άγνωστο

Μαζεμένα πλάι της και πιασμένα από τη φούστα της, συνεχίσαμε, κάτω απ’ τον καυτό ήλιο εκείνων των πρώτων ημερών του Σεπτέμβρη, το δρόμο για τον Τσεσμέ. Πεινασμένοι, ρακένδυτοι, άυπνοι, συντρίμμια, σερνόμασταν. Η μάνα δεν είχε αποχωριστεί από τις πρώτες μέρες της συμφοράς την κάπως μεγάλη εικόνα της Υπαπαντής που είχαμε στο εικονοστάσι του σπιτιού μας. Την είχε σκεπάσει μ’ ένα τραπεζομάντιλο και τη φύλαγε όλες εκείνες τις μέρες, έχοντάς την κρυμμένη πότε εδώ και πότε εκεί. Την είχε σαν τα μάτια της. Όσο είχε την έγνοια για μας, άλλο τόσο και για την Παναγιά. Κι όσο ήμασταν στο σπίτι του παππού κι ύστερα στην εκκλησιά κλεισμένοι, δεν έδινε βάρος για τη φύλαξή της. Τώρα όμως στην πορεία, ήταν δύσκολο το έργο της μάνας. Είχε στην αγκαλιά το μωρό, τη μικρή μας αδελφούλα, μαζί και την εικόνα. Ο δρόμος μακρύς και η κούραση έλυνε τα γόνατα. Όταν πια είχε αποκάμει από την κούραση, κοντοστάθηκε. Δίνει στο πιο μεγάλο αδέρφι, τον Γιαννάκη μας, να κρατήσει για λίγο το μωρό κι εκείνη γρήγορα-γρήγορα σκύβει και απιθώνει τη σκεπασμένη εικόνα στο πλαϊνό χαντάκι. Γονατίζει, σταυροκοπιέται και την ασπάζεται. Τη σκεπάζει όσο πιο καλά γίνεται κι ύστερα με δακρυσμένα μάτια, ολολύζοντας σα να ‘χε απέναντί της την ίδια την Παναγιά, μονολογάει: «Παναγιά μου, συγχώρεσέ με, ή το παιδί μου πρέπει ν’ αφήσω ή Εσένα». Ξανάκανε το σταυρό της, ξαναπήρε το μωρό στην αγκαλιά της και συνεχίσαμε το δρόμο.
Ύστερα από μια κουραστική πορεία τριών και πλέον ωρών, διψασμένοι, κατάκοποι και με ματωμένα τα πόδια, φτάσαμε στον Τσεσμέ. Μας μάζεψαν στις εκκλησίες. Το δικό μας μπουλούκι το σπρώξανε στον πολιούχο του Τσεσμέ, τον Άγιο Χαράλαμπο. Εκεί που μας πήγαιναν, πριν μπούμε στην εκκλησιά, είδα χάμω στα βοτσαλάκια ένα μικρούτσικο βιβλιαράκι μ’ ένα σταυρό ζωγραφισμένο στο εξώφυλλό του. Έσκυψα το πήρα και το έχωσα στην τσέπη μου. Ήταν μια ιερή σύνοψη. Θυμάμαι αργότερα στη Μυτιλήνη, σημείωσα στο τελευταίο λευκό φύλλο του: «Ιερό ενθύμιο των αλησμόνητων ημερών του διωγμού μας, 12 Σεπτεμβρίου 1922» και το όνομά μου από κάτω. Αυτό το μικρό ενθύμιο το έχω πάντα στη βιβλιοθήκη μου. Ξεφυλλίζοντάς το, να μπροστά μου μια-μια οι φοβερές κι αξέχαστες εκείνες ημέρες.

Μυτιλήνη – Σάμος και η απαρηγόρητη μάνα

Μα να, ύστερα από ένα ταξίδι μιας ημέρας, μας έβγαλαν σε μια προκυμαία. Ήμασταν στη Μυτιλήνη. Όλη την οικογένεια μας πήγαν σ’ ένα στάβλο. Θυμάμαι τις αγελάδες που ήταν αραδιασμένες και αναμασούσαν την τροφή τους. Όσο κι αν οι μεγάλοι ένοιωθαν άβολα, όμως η λύτρωση από τους Τσέτες ήταν η πιο μεγάλη ανακούφιση.

Οι φοβερές νύχτες με τις θυμίσεις των Τσετών και οι μέρες αγωνίας

Εκείνες τις πρώτες νύχτες ο ύπνος δεν μας έπαιρνε. Ήταν φοβερές, σαν να ξαναζούσαμε τα όσα μαρτύρια ζήσαμε πριν από λίγες μέρες. Η έντονη και έμμονη θύμησή τους μας έριχναν σε μια αβάσταχτη θλίψη που κορυφωνόταν με το ασίγαστο κλάμα της μάνας. Οι νύχτες ήταν φοβερές. Οι δυνατοί άνεμοι χτυπούσαν μέρα-νύχτα τις ξεχαρβαλωμένες πόρτες και τα παραθύρια. Τις νύχτες ήταν που ολοζώντανες οι μνήμες ξανάφερναν μπροστά μας τους Τσέτες, τη δύστυχη γειτόνισσα με το μικρό της γιο, τους ξυλοδαρμούς του παππού, της γιαγιάς, της μάνας με το μωρό που θέλησαν να σφάξουν. Κάθε κτύπος στις πόρτες και στα παράθυρα απ’ τους αέρηδες μάς ανατάραζε όλους, μικρούς και μεγάλους. Σα να ήταν ν’ ανεβούν οι Τσέτες. Κατατρομαγμένα, ιδίως εμείς τα μικρά, ζαρώναμε το ένα πάνω στο άλλο. Όλα μα όλα όσα ζήσαμε, τα ξαναζούσαμε. Ήταν τόσο ζωντανές στη φαντασία μας όλες εκείνες οι σκηνές, οι βασανισμοί, ο βιασμός κι ο θρήνος, το αλαφιασμένο βλέμμα και τα δάκρυα του μικρού που τρέμοντας έπεσε στην αγκαλιά της πονεμένης μάνας του σαν γύρισε από τα χαλάσματα, η θέα της πρησμένης μέσα στο αμπάρι θείας Γιασεμής, το ματωμένο σεντόνι που σκέπαζε το θείο Τζώρτζη.
Οι μέρες περνούσαν χωρίς να ξέρουμε πού θα εγκατασταθούμε και τι θ’ απογίνουμε. Τα λιγοστά τρόφιμα που μας χορηγούσαν και η ευσπλαχνία που έδειχναν οι Καρλοβασίτες, δεν έφταναν να καλύψουν τις ανάγκες μας. Πάσχιζαν ο παππούς, η γιαγιά, η μάνα πηγαίνοντας στο Καρλόβασι να μάθουν τι μας μέλλεται, αν θα μέναμε, αν θα φεύγαμε πάλι και προς πού. Κι ακόμα αν μπορούσαν να δουλέψουν πουθενά για να συντηρηθούμε. Όμως ο τόπος ήταν μικρός και δουλειές δεν υπήρχαν. Έτσι στερημένα περνούσε εκείνος ο καιρός. Και σα να μην έφτανε η τόση δυστυχία μας, είχαμε γίνει και αντικείμενα περιέργειας. Κάθε τόσο μας έρχονταν περίεργοι επισκέπτες, ιδίως μερικοί νεαροί να δουν τους πρόσφυγες και πρώτα-πρώτα τις προσφυγοπούλες. Ανάμεσα στους επισκέπτες και κάποτε-κάποτε μερικοί που έρχονταν μας έφερναν ό,τι μπορούσαν για να μας βοηθήσουν.
Μετά από δυο μήνες περίπου, παραχώρησε η Κοινότητα στην οικογένειά μας ένα δωμάτιο σ’ ένα ερειπωμένο κι ακατοίκητο σπίτι στον Όρμο, κοντά στη θάλασσα, για να κατοικήσουμε. Τον παππού κάπου εκεί στα πευκάκια. Μια ξυλένια σκάλα, ξεχαρβαλωμένη, ήταν ένας κίνδυνος για μας τα παιδιά. Έτσι η μάνα μας κρατούσε όσο μπορούσε στο δωμάτιο, και μόνο για τις ανάγκες μας μάς άφηνε να πάμε εκεί κοντά σ’ ένα χωράφι, είτε έβρεχε, είτε χιόνιζε.
Οι δάσκαλοι θυμάμαι με είδαν με στοργή. Καλοί και πονετικοί για το προσφυγάκι. Και δεν άργησαν οι φιλίες που πράυναν και μαλάκωναν τον πόνο και την τόση δυστυχία. Όμως οι καημοί κι ο αβάσταχτος πόνος της μάνας, οι κάθε λογής στερήσεις, ήταν το καθημερινό βίωμα εκείνου του καιρού της προσφυγιάς. Αχ, έλεγε και ξανάλεγε, να όψονται οι αίτιοι.

Ο γυρισμός του Δημήτρη

Κατά το τέλος του 1924, γύρισε από την αιχμαλωσία ο Δημήτρης μας. Ευτυχώς γύρισε γερός. Μέρες και νύχτες μάς ιστορούσε το τι πέρασε αυτός και χιλιάδες Μικρασιάτες αιχμάλωτοι. Η μάνα το πρώτο που τον ρώτησε, ήταν αν συνάντησε ή αν άκουσε τίποτα για τον πατέρα μας. Ο αδελφός μου γυρίζοντας από την αιχμαλωσία, περίμενε πως θα εύρισκε τον πατέρα μαζί μας. Ούτε είχε μάθει, ούτε είχε ακούσει τίποτε, γι’ αυτό και περίμενε να τον βρει μαζί μας. Τότε κατάλαβε πως εκείνες τις μέρες της επιδρομής των Τσετών χάθηκε, όπως χάθηκαν και τα αδέρφια του, οι θείοι μας, Γιάννης και Δημητρός…
Κι άρχισε να μας διηγείται τις ατέλειωτες ιστορίες της φοβερής εκείνης αιχμαλωσίας. Τις ολοήμερες πορείες, το γδύσιμο από τα ρούχα και τα παπούτσια τους. Το σχίσιμο, το γδάρσιμο των ποδιών, την αφόρητη καθημερινή πείνα και δίψα. Και κει στο δρόμο του Γολγοθά τους, κάθε τόσο κι αραίωνε η φάλαγγά τους από όσους έμεναν πίσω, που δεν τους ξανάβλεπαν. Η άφατη, η απέραντη αγωνία όταν ξεδιάλεγαν οι Τούρκοι χωρικοί όσους ήθελαν για να κορέσουν το μίσος τους, ήταν μια καθημερινή δοκιμασία που τους παρέλυε. Τα τσουβάλια, που ήταν το κοινό ρούχο όλων των αιχμαλώτων, γιομάτο από την ψείρα, κι από το χτύπημά τους με την πέτρα για να λυτρωθούν από το μαρτύριό της, είχε καταντήσει ένας σκληρός κετσές που σκέπαζε χειμώνα-καλοκαίρι το βασανισμένο κορμί. Το ξεθέωμα στους δρόμους, μέσα στο χιόνι το χειμώνα και κάτω από το λιοπύρι το καλοκαίρι, με το σπάσιμο της πέτρας για χαλίκι. Το ξεφόρτωμα από τα τραίνα των τσουβαλιών με λογής-λογής περιεχόμενο. Την καθημερινή εξάντληση κι από πάνω το μαστίγωμα για όσους έπεφταν λιπόθυμοι.
Τα Τουρκιά στο Αξάρι, στο Ικόνιο, στο Αϊδίνι που μαζεύονταν στο πέρασμα των αιχμαλώτων κι ο καταβασανισμός τους με πετροβολητό, με φτυσίματα, με ξυλοδαρμούς, κι ακόμα οι σκοτωμοί εκεί στις ξέρες που τους τραβούσαν. Για τις αρρώστιες; Πως τους θέριζε η δυσεντερία κι ο τύφος. Πως όσοι αρρώσταιναν έμεναν στο δρόμο όπου τους αποτελείωναν. Για το μαρτύριο της δίψας μέσα στο κατακαλόκαιρο, που δεν τους άφηναν περνώντας από πηγές να πιουν νερό και πως τους άφηναν να πέφτουν στα βαλτονέρια κι ύστερα οι θανατεροί πόνοι της κοιλιάς, ο τύφος και στο τέλος ο μαρτυρικός θάνατος. Η καθημερινή πίκρα για το χάσιμο των συντρόφων που άφηναν το κουφάρι των για βορά στα όρνια και στα τσακάλια.
Μία δίχρονη βασανιστική πορεία χωρίς καμιά προσωπικότητα, ένα ασκέρι μισόγυμνων βασανισμένων ανθρώπων. Κι ήταν θείο δώρο όταν Τούρκοι χωρικοί ξεδιάλεγαν όσους ήθελαν για να τους πάρουν για δουλείες και αγγαρείες. Κι όταν κάθε τόσο σταματούσαν τα κοπάδια αυτών των ανθρώπων που σέρνονταν χωρίς κανένα οίκτο για να σπάνε το χαλίκι, για να ξεφορτώνουν και να κουβαλούν φορτία ολόκληρα στις πλάτες, να, κατέφθαναν οι αχόρταγοι κανίβαλοι Τσέτες κι οι Εφέδες τους, εκεί στους υπαίθριους καταυλισμούς, περικύκλωναν τη φάλαγγα και ορμούσαν στο πανάθλιο πλήθος των αιχμαλώτων χριστιανών.
Δεν ήθελαν μόνο να σκοτώσουν, ήθελαν να βασανίσουν, ήθελαν ακόμα να εκτονωθούν πάνω στα βασανισμένα κορμιά, να κορέσουν τα πάθη των. Κι όσες γυναίκες έτυχε να συμπορεύονται με τους άνδρες των και τα παιδιά τους, αφού τις βίαζαν μπροστά τους, στο τέλος τις ξεκοίλιαζαν. Μέσα στις κοπριές των ζώων χωμένοι, προσπαθούσαν να ζεστάνουν τα κορμιά τους.
Ναι, διαβάζοντας ύστερα από χρόνια το «Νούμερο 31328» του Ηλία Βενέζη, ήταν σαν μία επανάληψη των όσων ο αδελφός μας εξιστορούσε εκείνες τις πρώτες μα και τις κατοπινές ημέρες. Σελίδες ολόκληρες δεν παράλλαζαν από τις αφηγήσεις του αδελφού. Στο τέλος κάθε αφήγησης η μάνα αναστέναζε κι ανέβαινε στα χείλη της το χιλιοειπωμένο: Ας όψονται οι αίτιοι.

Σάμος – Αγρίνιο και ο χαμός του 14άχρονη αδελφού

Όλα πια είχαν τελειώσει. Κι ο πατέρας ουσιαστικά χαμένος κι ο αδελφός κοντά μας, ευτυχώς γερός. Η προσφυγιά έχει τους δικούς της νόμους. Ν’ αποζητά ο ξεριζωμένος από τον πατρογονικό τόπο του να ριζοβολήσει για να ξαναστεριώσει με όσα δεινά κι αν πέρασε. Το πρόβλημα της επιβίωσης αμείλιχτο για μία οικογένεια με τέσσερα ανήλικα, χωρίς σπίτι, χωρίς κανένα πόρο, χωρίς γνωστούς και φίλους, ξένοι και πάρα πολλές φορές χωρίς καμία κατανόηση ή και συμπαράσταση σε αυτή τη δοκιμασία από τους συνανθρώπους τους.
Γι’ αυτό κι η προσφυγιά μάς οδήγησε, χωρίς να ξέρουμε πού πάμε, σε άλλους τόπους. Κι ο μεγάλος αδελφός, που γύρισε από τη δίχρονη θανατερή πορεία ως τα βάθη της Μικρασίας, να τώρα, μοναδικός προστάτης της απορφανισμένης οικογένειάς μας.
Έτσι αφήσαμε τη Σάμο. Μαζί με άλλες οικογένειες, ένα καραβάνι πάμπτωχο κι ορφανεμένο, με κατάληξη εκεί, στο Αγρίνιο, όπου, όπως έλεγαν, στις καπναποθήκες δούλευε πολύς κόσμος. Τον τελευταίο καιρό στο Καρλόβασι, το μεγαλύτερο από μένα αδελφάκι η μάνα το ‘χε βάλει σε μία οικογένεια σαν παραγιό. Το καημένο, αδύνατο όπως όλοι μας, δουλεύοντας μέρα-νύχτα στο σπίτι και στο καφενείο του αφεντικού για ένα πιάτο φαΐ, είχε καταντήσει φυματικό, χωρίς κανένας να το πάρει είδηση. Σ’ ένα χρόνο ύστερα από το φευγιό μας από τη Σάμο, η δύστυχη μάνα το πήρε και το πήγε στην Αθήνα, όπου το έβαλε για νοσηλεία στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο. Ολομόναχη, χωρίς καμία βοήθεια, έμεινε κοντά του όσες μέρες έζησε. Η καλπάζουσα το είχε σακατέψει το άμοιρο. Μονάχη της του έκλεισε τα μάτια και ολομόναχη το ‘θαψε κάπου σ’ ένα νεκροταφείο της Αθήνας. Μονάχη της, χωρίς την παρηγοριά κανενός, το αγοράκι της, 14 μόλις χρονών. Η δύστυχη μάνα, τσακισμένη, γύρισε πάνω στο μήνα. Πού τη βρήκε εκείνη τη δύναμη να σταθεί ολόρθη για να μπορέσει να διαφεντέψει μια ορφανεμένη οικογένεια, να μεγαλώσει τρία ανήλικα, με μοναδική βοήθεια το μεροκάματο στην καπναποθήκη του μεγάλου αδελφού;"