(ή : μια εισαγωγή στην "απλή", "κατανοητή" και "καθάρια" γλώσσα των πολιτικών και τεχνοκρατών)
______________
Αυτή είναι η τύχη των αθλίων ψυχών εκείνων που έζησαν ζωήν δίχως έπαινον και δίχως ατιμίαν. Είν’ ανακατωμέναι μ’ εκείνην την αχρείαν χορείαν των αγγέλων, οι οποίοι εν τω εγωϊσμώ των, ούτε πιστοί εφάνηκαν εις τον Θεόν, ούτε όμως αποστάται. Ο ουρανός τους έδιωξε, διότι θα ασχήμιζαν την ωραιότητά του, και ο βαθύς Άδης τους απωθεί, διότι οι αμαρτωλοί ημπορούσαν να καυχηθούν δια τοιούτους συντρόφους.
Δάντε Αλιγιέρι : Θεία Κωμωδία (μετάφραση Κωστής Παλαμάς), σελ. 23
Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης
Αυτή είναι η τύχη των αθλίων ψυχών εκείνων που έζησαν ζωήν δίχως έπαινον και δίχως ατιμίαν. Είν’ ανακατωμέναι μ’ εκείνην την αχρείαν χορείαν των αγγέλων, οι οποίοι εν τω εγωϊσμώ των, ούτε πιστοί εφάνηκαν εις τον Θεόν, ούτε όμως αποστάται. Ο ουρανός τους έδιωξε, διότι θα ασχήμιζαν την ωραιότητά του, και ο βαθύς Άδης τους απωθεί, διότι οι αμαρτωλοί ημπορούσαν να καυχηθούν δια τοιούτους συντρόφους.
Δάντε Αλιγιέρι : Θεία Κωμωδία (μετάφραση Κωστής Παλαμάς), σελ. 23
Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης
Τι να είναι άραγε αυτά για τα οποία συζητούν στα συνοικιακά καφενεία οι καθημερινοί άνθρωποι, αυτοί που δεν προσκαλούνται σε προβεβλημένα «fora», ούτε βέβαια σε «πάνελ» «συζητητών» σε διάφορα τηλεοπτικά τραπέζια ή αντίστοιχα «παράθυρα», αυτοί που δεν αποτελούν μέλη διάφορων (ανοικτών ή κλειστών) clubs;
Συζητούν για απλά και καθημερινά προβλήματα.
Συζητούν με γλώσσα απλή και ανεπιτήδευτη, συζητούν έντονα και συχνά με υπερβολές, αλλά, συζητούν αληθινά και για πρακτικά ζητήματα (κάτι που αποτελεί τον χαμένο ορίζοντα πολλών κατ’ τα άλλα «έγκυρων - επιστημονικών» προσεγγίσεων και αναλύσεων). Συζητούν για τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά εκείνα ζητήματα και προβλήματα, των οποίων οι ίδιοι είναι κατά κανόνα τα υποκείμενα αυτών των προβλημάτων. Συζητούν ακόμα για τα όνειρά τους, τις ελπίδες τους, τα οράματά τους, και το πόσο αισθάνονται «δικαίως ή αδίκως» ευχαριστημένοι ή όχι από το πώς εξελίσσεται ή εξελίχθηκε ίσαμε τα τώρα η ζωή τους, αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Συζητούν για σημαντικά κοινωνικά προβλήματα, εκείνα που οι διαχειριστές των τυχών τους καμώνονται ότι δεν γνωρίζουν –και «άφωνοι» τα πληροφορούνται όταν ψηλαφίσουν το «πτώμα» με τα ίδια τους τα χέρια-, ή ότι δεν είχαν πλήρη ενημέρωση –και στις δυο περιπτώσεις δείγμα ανεπάρκειας, όταν δεν πρόκειται για προφάσεις εν αμαρτίαις!
Ποιο είναι πάντως το νόημα της ελληνικής εκδοχής της αλλαγής, του εκσυγχρονισμού ή όπως αλλιώς εναλλακτικά και διαχρονικά προφέρεται και προσφέρεται η σχετική πολιτική, έτσι όπως αυτό το νόημα το εισπράττουμε σαν περιεχόμενο και επιχειρηματολογία από ένα μάλλον «τυπικά συγκροτημένο περίγυρο» -οι ίδιοι συνήθως και οι ίδιοι-, που πάντως βλέπουμε να κατέχει δεσπόζουσα θέση μέσα στους κόλπους των κύκλων που υποστηρίζουν τη διαχρονική έκδοση τούτης της (πρόθεσης) για αλλαγή, για εκσυγχρονισμό για επανίδρυση, για αναδιάρθρωση, κ.λπ; Αν περιοριστούμε στα τελευταία 10 χρόνια ας πούμε, τούτο το νόημα το εισπράξαμε με επιχειρήματα όπως π.χ. το «μέγα επίτευγμα» του νέου «ισχυρού» νομίσματος που έχουμε –πλέον- στη τσέπη μας (θυμάστε βέβαια πόσο «έπαιξε» τούτο το επιχείρημα). Επίσης είχαμε το «μέγα επίτευγμα» της νομισματικής σύγκλισης στα κριτήρια του Μάαστριχ που πετύχαμε (ή διαφημίσαμε ότι πετύχαμε). Ομοίως το «μέγα επίτευγμα» της «εκλογίκευσης» των δημοσιοικονομικών μας –που κι αυτό προσωρινά επιβλήθηκε σαν «επιτυχία». Και άλλα παρόμοια. Βέβαια, θαρρώ ότι μ’ αυτά τα «θαύματα» τελειώσαμε, αφού για μια τουλάχιστον δεκαετία αυτοί ήταν οι προβεβλημένοι «μεγάλοι» και «στρατηγικοί» στόχοι. Και μιας και το όνειρο ότι είχαμε ξεμπερδέψει μ’ αυτά αποδείχτηκε απατηλό, αφού οι ιοί που καταταλαιπωρούν την εθνική μας οικονομία όχι μονάχα αποδεικνύονται διαχρονικά άτρωτοι στα ούτως ή άλλως αμφίβολης αποτελεσματικότητας αντιβιοτικά, το χειρότερο είναι, ότι τελικά, οι ιοί αποδεικνύονται πιο έξυπνοι από τους κατασκευαστές των αντιβιοτικών, αν κρίνουμε την αποτελεσματικότητα προσαρμογής τους στις εναντίον τους νέες απειλές, είναι φανερό ότι έχουμε ανάγκη από ένα νέο «όνειρο». Το ποιο θα είναι αυτό δεν γνωρίζω. Κάτι θα εφευρεθεί. Προς στιγμή βέβαια, το Καλοκαίρι του 2004 έδωσε κάποιες «αισιόδοξες εκτιμήσεις» για το μέλλον, σ’ όλους εκείνους που καλόπιστα μεν, αφελώς δε, υπερεκτιμούν έκτακτα θετικά γεγονότα. (Ξαναζούσα τα ίδια επιχειρήματα όταν η εθνική ομάδα μπάσκετ κατακτούσε το πανευρωπαϊκό κύπελλο, πράγμα που και τότε έδωσε αφορμή σε αρκετούς να μιλάνε για μια νέα εποχή για την Ελλάδα γενικότερα, και όχι βέβαια για το μπάσκετ μόνο). Όμως, κι αυτό το Καλοκαίρι πέρασε. Τα στιγμιαία «οράματα» λοιπόν προσγειώθηκαν εκ νέου στο καμίνι της αδυσώπητης και οραματοφάγας πραγματικότητας, γίνανε και πάλι εξόχως βραχυπρόθεσμα εδέσματα, (γι’ ακόμα μια φορά για αύριο έχει ο Θεός), και κυρίως οράματα δυνατά προς λογιστικοποίηση. Αναδύθηκαν εκ νέου όλες οι παλιές καλές -πλην αποτυχημένες- προσεγγίσεις περί των αναγκαίων «στρατηγικών επιλογών» (Κύριος οίδεν πόσες τέτοιες αναγγέλθηκαν τα τελευταία 25 χρόνια!) που υποβαθμίζουν επί της ουσίας τα πάντα σε μια υπόθεση διοικητικής λογιστικής, όπου επικρατούν οι «οραματικές αποδόσεις» των ROE, ROA, κ.λπ, μια εξόχως υπαλληλική, ανοραμάτιστη αντίληψη των πραγμάτων που αδυνατεί να τολμήσει να δει δυνητικά προβλήματα εν μέσω ενός καλού εξωτερικού περιβάλλοντος και αντίθετα, δυνητικές ευκαιρίες εν μέσω εξωτερικών προβλημάτων,- και βεβαίως, δεν είναι καθόλου σπάνιο το φαινόμενο να συζητούμε για απαντήσεις έχοντας συχνά ξεχάσει να θέσουμε τα πραγματικά ερωτήματα τα οποία και προσδιορίζουν τα όποια πλαίσια απαντήσεων. Ιστορικά η όποια προσπάθεια εξόδου από την (όποια κρίση) στη χώρα μας αποτελούσε μια περιγραφική και περιπτωσιακή προσέγγιση κάποιων ζητημάτων χωρίς καμία συγκροτημένη ιδεολογική - πολιτική πλατφόρμα ή πρόταση συνολικής κοινωνικής αντίληψης. Ό,τι το πιο «προωθημένο» έχω ακούσει και που θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα ιδεολογικής και πολιτικής συζήτησης είναι η δεξιόθεν και αριστερόθεν αναπτυσσόμενη φιλολογία με στόχο την ανάδειξη ενός ιδεολογικά και πολιτικά ακαθόριστου «κέντρου», όπου βεβαίως υποκρύπτεται η εναγώνια προσπάθεια ανεύρεσης νέων πηγών για το γέμισμα των κομματικών δεξαμενών με την αναγκαία ποσότητα ψηφοφόρων που λείπουν. Τούτο είναι μια διαπίστωση που δεν αίρει την κακή πρόθεση των ηγεσιών εκείνων που πράγματι επιθυμούν να βγουν από τα ψυχροπολεμικά ιδεολογικά ορύγματα του παρελθόντος. Όμως, φαίνεται, ότι είναι πάρα πολλοί εκείνοι στις κομματικές βάσεις που έχουν ισχυρούς λόγους να διατηρούν αυτά τα ορύγματα, όσο και τις σήραγγες που συνδέουν τα φαινομενικά ιδεολογικά ορύγματα παραπάνω, δηλαδή, τη διαπλοκή.
Τα μεγάλα στρατηγικά -και ταυτόχρονα εκσυγχρονιστικά- ερωτήματα όπως ποια είναι η αυριανή κοινωνία που ονειρευόμαστε, μιας και δεν αποτελούν «κριτήρια σύγκλισης» δεν μας απασχολούν, ή για να το πούμε πιο σωστά, αφήνονται ως θέματα ενασχόλησης κάποιων «θεωρητικών» (και όχι πάντα των πιο άξιων για τέτοιους «ενοραματισμούς»), και για να μην φανούμε και τελείως ξεκομμένοι από το ζήτημα αν ίσως αύριο «παίξει» το θέμα, και θα πρέπει να έχουμε ένα «ισχυρό άλλοθι» ότι τάχα «ποτέ δεν είχε πάψει να μας απασχολεί». Οι ανθρωποκεντρικές εστιάσεις βεβαίως αποτελούν πάντα το απαραίτητο κερασάκι σε όλων των ειδών τις εκσυγχρονιστικές τούρτες, αφού και οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ότι τα όποια νούμερα εξαντλούνται γρήγορα ως απαρίθμηση και ότι ο κόσμος κάτω που τους ακούει, δεν είναι αναγκαίο να αποτελείται από ειδήμονες περί τις ποσοτικές μεθόδους, το αντίθετο μάλιστα : όχι ότι δεν ενδιαφέρονται για τα όσα νούμερα του παραθέτουν, αλλά, συχνά, δεν μετρούν όλοι τα ίδια πράγματα διότι δεν θεωρούν όλοι τα ίδια πράγματα ως σημαντικά, ούτε κατ’ ανάγκην εστιάζουν όλοι στη «μαγεία» των αριθμών, διότι απλούστατα δεν θεωρούν όλοι ότι οι αριθμοί θα έπρεπε να κυβερνούν τα οράματά και τις ελπίδες τους. Όσο αυτές οι αποκλίσεις παραμένουν, οι νομισματικές και άλλες αριθμητικές συγκλίσεις δεν θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν καμιά κοινωνική συνοχή, ούτε μάλιστα κι αυτή την οικονομική συνοχή!
Έτσι όμως εκδηλούμενος ο όποιος εκσυγχρονισμός (και υπό την όποια εναλλακτική λεκτική του όρου τούτου), όπως εισπράττεται όχι στις περισπούδαστες «ακαδημαϊκές (ή ακαδημαΐζουσες» αναλύσεις» αλλά ως μήνυμα από τη βάση, όχι μονάχα ως προς την κεντρική του φιλοσοφία που φαίνεται να αναγάγει τα πάντα σε ζήτημα λογιστικού εκσυγχρονισμού, αλλά και το γεγονός ότι φαίνεται να αφορά τελικά μια μικρή ομάδα ακαδημαϊκών που δύσκολα πάντως μπορούν να απευθυνθούν με αξιώσεις σ’ ολάκερη την κοινωνία –και ίσως ούτε και σ’ αυτή την ακαδημαϊκή κοινότητα-, προδιαγράφει μια πορεία του όλου εγχειρήματος που μάλλον θα καταλήξει άδοξα, και το χειρότερο, χωρίς κανείς να αισθανθεί τι ακριβώς σημαντικό πράγμα θα έχει χάσει…Διότι δεν έχω πεισθεί αν η εκσυγχρονιστική τάση όπως αυτή διατυπώνεται διαχρονικά εκπροσωπεί όντως «τάση» -τη λέξη «κίνημα» ας μη τη χρησιμοποιήσω καλύτερα- με ρίζες στη κοινωνία ή απλώς μια τάση μιας ομάδας (πολιτικών) φίλων –που αν μάλιστα εμπίπτουν και στη χορεία των διαχειριστών της εξουσίας, ο προβληματισμός μου γίνεται εντονότερος.
Σε ό,τι με αφορά, ας κλείσω με τούτο : εκσυγχρονισμός –ή όπως αλλιώς θέλετε ονομάστε τον, διότι κι εδώ ενίοτε παίζουμε για λόγους κομματικής ή εσωκομματικής διαφοροποίησης με λέξεις-, δεν είναι η αποσπασματική προσέγγιση. Δεν είναι –μόνο- καλύτερα διαχειριστικά συστήματα. Δεν είναι η αριθμοκεντρική αντίληψη των πραγμάτων. Δεν είναι οι «ανακοινώσεις» των «επαϊόντων» του κυττάρου ενός φύλλου του πλατάνου στα διάφορα «fora» που εναγωνίως επιχειρούν να ομιλήσουν για τα πάντα για να καταλήξουν πάλι σ’ αυτό που γνωρίζουν άριστα : στο κύτταρο του πλατανόφυλλο, αγνοώντας όλη την υπόλοιπη χλωρίδα και πανίδα που «γεμίζει» τη σκηνή. Θα είμαστε μονίμως χρεωμένοι πρόοδο, έως ότου πιστέψουμε πως αν δεν βρήκαμε την Ιθάκη δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Άλλο ότι δεν βρίσκω κάτι και άλλο το ζήτημα αν αυτό το κάτι που ψάχνω υπάρχει ή δεν υπάρχει. Ψάχνοντας όμως για την Ιθάκη, βγαίνω από τη παγίδα να αναζητήσω κάτι αναγκαστικά μέσα σ’ αυτό που υπάρχω –η αδιέξοδη λογική του λιγότερου κακού αναφύεται κύρια στα πλαίσια αυτής της λογικής. Η ιστορία των ιδεολογιών, των κοινωνικών προβληματισμών, των πρακτικών ζητημάτων οργάνωσης της κοινωνίας και της οικονομίας αποτελούν πολύτιμα βέλη στη φαρέτρα μου. Όμως, δεν με παγιδεύουν ώστε να πάψω να ψάχνω για καλύτερες φαρέτρες, με πιο αποτελεσματικό «οπλοστάσιο». Το ερώτημα δεν τίθεται μόνο για να απαντήσω υπάρχοντα ερωτήματα. Υπάρχουν καταστάσεις που αναμένουν να εφευρεθούν, διότι το ότι δεν είναι γνωστές δεν σημαίνει ότι δεν είναι υπαρκτές και επομένως δεν μας επηρεάζουν! Αυτό είναι ένα ταξίδι προς μια στρατηγική προοπτική. Δεν είναι αυτονοήτως κατανοητή. Μούτυχε να μιλώ με ανθρώπους με ακαδημαϊκές επιστημονικές περγαμηνές, που δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν τη σκέψη τους από το πλατανόφυλλο και την αριθμοκεντρική αντίληψη των πραγμάτων, ή ακόμα, να τους μιλώ για στρατηγική κι αυτοί να εννοούν τον ισολογισμό! Ακόμα κι όταν ήθελαν να μιλήσουν για «ανθρωποκεντρικές οργανώσεις», η δυστοκία τους ήταν καταφανέστατη διότι αναφέρονταν σε κάτι που δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ να μάθουν όταν κατ’ ουσίαν δεν το πιστεύουν. Όμως, το μέλλον δεν τους ανήκει. Το μέλλον ανήκει στους σύγχρονους Οδυσσείς της πνευματικής ουσιαστικής αναζήτησης. Οι ήρεμες θάλασσες είναι ο ασφαλής χώρος αναζήτησης και επίδειξης ανύπαρκτων ικανοτήτων και δεξιοτήτων «καπεταναίων του γλυκού νερού», των αρχιερέων της μετριότητας…
Ποιο είναι πάντως το νόημα της ελληνικής εκδοχής της αλλαγής, του εκσυγχρονισμού ή όπως αλλιώς εναλλακτικά και διαχρονικά προφέρεται και προσφέρεται η σχετική πολιτική, έτσι όπως αυτό το νόημα το εισπράττουμε σαν περιεχόμενο και επιχειρηματολογία από ένα μάλλον «τυπικά συγκροτημένο περίγυρο» -οι ίδιοι συνήθως και οι ίδιοι-, που πάντως βλέπουμε να κατέχει δεσπόζουσα θέση μέσα στους κόλπους των κύκλων που υποστηρίζουν τη διαχρονική έκδοση τούτης της (πρόθεσης) για αλλαγή, για εκσυγχρονισμό για επανίδρυση, για αναδιάρθρωση, κ.λπ; Αν περιοριστούμε στα τελευταία 10 χρόνια ας πούμε, τούτο το νόημα το εισπράξαμε με επιχειρήματα όπως π.χ. το «μέγα επίτευγμα» του νέου «ισχυρού» νομίσματος που έχουμε –πλέον- στη τσέπη μας (θυμάστε βέβαια πόσο «έπαιξε» τούτο το επιχείρημα). Επίσης είχαμε το «μέγα επίτευγμα» της νομισματικής σύγκλισης στα κριτήρια του Μάαστριχ που πετύχαμε (ή διαφημίσαμε ότι πετύχαμε). Ομοίως το «μέγα επίτευγμα» της «εκλογίκευσης» των δημοσιοικονομικών μας –που κι αυτό προσωρινά επιβλήθηκε σαν «επιτυχία». Και άλλα παρόμοια. Βέβαια, θαρρώ ότι μ’ αυτά τα «θαύματα» τελειώσαμε, αφού για μια τουλάχιστον δεκαετία αυτοί ήταν οι προβεβλημένοι «μεγάλοι» και «στρατηγικοί» στόχοι. Και μιας και το όνειρο ότι είχαμε ξεμπερδέψει μ’ αυτά αποδείχτηκε απατηλό, αφού οι ιοί που καταταλαιπωρούν την εθνική μας οικονομία όχι μονάχα αποδεικνύονται διαχρονικά άτρωτοι στα ούτως ή άλλως αμφίβολης αποτελεσματικότητας αντιβιοτικά, το χειρότερο είναι, ότι τελικά, οι ιοί αποδεικνύονται πιο έξυπνοι από τους κατασκευαστές των αντιβιοτικών, αν κρίνουμε την αποτελεσματικότητα προσαρμογής τους στις εναντίον τους νέες απειλές, είναι φανερό ότι έχουμε ανάγκη από ένα νέο «όνειρο». Το ποιο θα είναι αυτό δεν γνωρίζω. Κάτι θα εφευρεθεί. Προς στιγμή βέβαια, το Καλοκαίρι του 2004 έδωσε κάποιες «αισιόδοξες εκτιμήσεις» για το μέλλον, σ’ όλους εκείνους που καλόπιστα μεν, αφελώς δε, υπερεκτιμούν έκτακτα θετικά γεγονότα. (Ξαναζούσα τα ίδια επιχειρήματα όταν η εθνική ομάδα μπάσκετ κατακτούσε το πανευρωπαϊκό κύπελλο, πράγμα που και τότε έδωσε αφορμή σε αρκετούς να μιλάνε για μια νέα εποχή για την Ελλάδα γενικότερα, και όχι βέβαια για το μπάσκετ μόνο). Όμως, κι αυτό το Καλοκαίρι πέρασε. Τα στιγμιαία «οράματα» λοιπόν προσγειώθηκαν εκ νέου στο καμίνι της αδυσώπητης και οραματοφάγας πραγματικότητας, γίνανε και πάλι εξόχως βραχυπρόθεσμα εδέσματα, (γι’ ακόμα μια φορά για αύριο έχει ο Θεός), και κυρίως οράματα δυνατά προς λογιστικοποίηση. Αναδύθηκαν εκ νέου όλες οι παλιές καλές -πλην αποτυχημένες- προσεγγίσεις περί των αναγκαίων «στρατηγικών επιλογών» (Κύριος οίδεν πόσες τέτοιες αναγγέλθηκαν τα τελευταία 25 χρόνια!) που υποβαθμίζουν επί της ουσίας τα πάντα σε μια υπόθεση διοικητικής λογιστικής, όπου επικρατούν οι «οραματικές αποδόσεις» των ROE, ROA, κ.λπ, μια εξόχως υπαλληλική, ανοραμάτιστη αντίληψη των πραγμάτων που αδυνατεί να τολμήσει να δει δυνητικά προβλήματα εν μέσω ενός καλού εξωτερικού περιβάλλοντος και αντίθετα, δυνητικές ευκαιρίες εν μέσω εξωτερικών προβλημάτων,- και βεβαίως, δεν είναι καθόλου σπάνιο το φαινόμενο να συζητούμε για απαντήσεις έχοντας συχνά ξεχάσει να θέσουμε τα πραγματικά ερωτήματα τα οποία και προσδιορίζουν τα όποια πλαίσια απαντήσεων. Ιστορικά η όποια προσπάθεια εξόδου από την (όποια κρίση) στη χώρα μας αποτελούσε μια περιγραφική και περιπτωσιακή προσέγγιση κάποιων ζητημάτων χωρίς καμία συγκροτημένη ιδεολογική - πολιτική πλατφόρμα ή πρόταση συνολικής κοινωνικής αντίληψης. Ό,τι το πιο «προωθημένο» έχω ακούσει και που θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα ιδεολογικής και πολιτικής συζήτησης είναι η δεξιόθεν και αριστερόθεν αναπτυσσόμενη φιλολογία με στόχο την ανάδειξη ενός ιδεολογικά και πολιτικά ακαθόριστου «κέντρου», όπου βεβαίως υποκρύπτεται η εναγώνια προσπάθεια ανεύρεσης νέων πηγών για το γέμισμα των κομματικών δεξαμενών με την αναγκαία ποσότητα ψηφοφόρων που λείπουν. Τούτο είναι μια διαπίστωση που δεν αίρει την κακή πρόθεση των ηγεσιών εκείνων που πράγματι επιθυμούν να βγουν από τα ψυχροπολεμικά ιδεολογικά ορύγματα του παρελθόντος. Όμως, φαίνεται, ότι είναι πάρα πολλοί εκείνοι στις κομματικές βάσεις που έχουν ισχυρούς λόγους να διατηρούν αυτά τα ορύγματα, όσο και τις σήραγγες που συνδέουν τα φαινομενικά ιδεολογικά ορύγματα παραπάνω, δηλαδή, τη διαπλοκή.
Τα μεγάλα στρατηγικά -και ταυτόχρονα εκσυγχρονιστικά- ερωτήματα όπως ποια είναι η αυριανή κοινωνία που ονειρευόμαστε, μιας και δεν αποτελούν «κριτήρια σύγκλισης» δεν μας απασχολούν, ή για να το πούμε πιο σωστά, αφήνονται ως θέματα ενασχόλησης κάποιων «θεωρητικών» (και όχι πάντα των πιο άξιων για τέτοιους «ενοραματισμούς»), και για να μην φανούμε και τελείως ξεκομμένοι από το ζήτημα αν ίσως αύριο «παίξει» το θέμα, και θα πρέπει να έχουμε ένα «ισχυρό άλλοθι» ότι τάχα «ποτέ δεν είχε πάψει να μας απασχολεί». Οι ανθρωποκεντρικές εστιάσεις βεβαίως αποτελούν πάντα το απαραίτητο κερασάκι σε όλων των ειδών τις εκσυγχρονιστικές τούρτες, αφού και οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ότι τα όποια νούμερα εξαντλούνται γρήγορα ως απαρίθμηση και ότι ο κόσμος κάτω που τους ακούει, δεν είναι αναγκαίο να αποτελείται από ειδήμονες περί τις ποσοτικές μεθόδους, το αντίθετο μάλιστα : όχι ότι δεν ενδιαφέρονται για τα όσα νούμερα του παραθέτουν, αλλά, συχνά, δεν μετρούν όλοι τα ίδια πράγματα διότι δεν θεωρούν όλοι τα ίδια πράγματα ως σημαντικά, ούτε κατ’ ανάγκην εστιάζουν όλοι στη «μαγεία» των αριθμών, διότι απλούστατα δεν θεωρούν όλοι ότι οι αριθμοί θα έπρεπε να κυβερνούν τα οράματά και τις ελπίδες τους. Όσο αυτές οι αποκλίσεις παραμένουν, οι νομισματικές και άλλες αριθμητικές συγκλίσεις δεν θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν καμιά κοινωνική συνοχή, ούτε μάλιστα κι αυτή την οικονομική συνοχή!
Έτσι όμως εκδηλούμενος ο όποιος εκσυγχρονισμός (και υπό την όποια εναλλακτική λεκτική του όρου τούτου), όπως εισπράττεται όχι στις περισπούδαστες «ακαδημαϊκές (ή ακαδημαΐζουσες» αναλύσεις» αλλά ως μήνυμα από τη βάση, όχι μονάχα ως προς την κεντρική του φιλοσοφία που φαίνεται να αναγάγει τα πάντα σε ζήτημα λογιστικού εκσυγχρονισμού, αλλά και το γεγονός ότι φαίνεται να αφορά τελικά μια μικρή ομάδα ακαδημαϊκών που δύσκολα πάντως μπορούν να απευθυνθούν με αξιώσεις σ’ ολάκερη την κοινωνία –και ίσως ούτε και σ’ αυτή την ακαδημαϊκή κοινότητα-, προδιαγράφει μια πορεία του όλου εγχειρήματος που μάλλον θα καταλήξει άδοξα, και το χειρότερο, χωρίς κανείς να αισθανθεί τι ακριβώς σημαντικό πράγμα θα έχει χάσει…Διότι δεν έχω πεισθεί αν η εκσυγχρονιστική τάση όπως αυτή διατυπώνεται διαχρονικά εκπροσωπεί όντως «τάση» -τη λέξη «κίνημα» ας μη τη χρησιμοποιήσω καλύτερα- με ρίζες στη κοινωνία ή απλώς μια τάση μιας ομάδας (πολιτικών) φίλων –που αν μάλιστα εμπίπτουν και στη χορεία των διαχειριστών της εξουσίας, ο προβληματισμός μου γίνεται εντονότερος.
Σε ό,τι με αφορά, ας κλείσω με τούτο : εκσυγχρονισμός –ή όπως αλλιώς θέλετε ονομάστε τον, διότι κι εδώ ενίοτε παίζουμε για λόγους κομματικής ή εσωκομματικής διαφοροποίησης με λέξεις-, δεν είναι η αποσπασματική προσέγγιση. Δεν είναι –μόνο- καλύτερα διαχειριστικά συστήματα. Δεν είναι η αριθμοκεντρική αντίληψη των πραγμάτων. Δεν είναι οι «ανακοινώσεις» των «επαϊόντων» του κυττάρου ενός φύλλου του πλατάνου στα διάφορα «fora» που εναγωνίως επιχειρούν να ομιλήσουν για τα πάντα για να καταλήξουν πάλι σ’ αυτό που γνωρίζουν άριστα : στο κύτταρο του πλατανόφυλλο, αγνοώντας όλη την υπόλοιπη χλωρίδα και πανίδα που «γεμίζει» τη σκηνή. Θα είμαστε μονίμως χρεωμένοι πρόοδο, έως ότου πιστέψουμε πως αν δεν βρήκαμε την Ιθάκη δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Άλλο ότι δεν βρίσκω κάτι και άλλο το ζήτημα αν αυτό το κάτι που ψάχνω υπάρχει ή δεν υπάρχει. Ψάχνοντας όμως για την Ιθάκη, βγαίνω από τη παγίδα να αναζητήσω κάτι αναγκαστικά μέσα σ’ αυτό που υπάρχω –η αδιέξοδη λογική του λιγότερου κακού αναφύεται κύρια στα πλαίσια αυτής της λογικής. Η ιστορία των ιδεολογιών, των κοινωνικών προβληματισμών, των πρακτικών ζητημάτων οργάνωσης της κοινωνίας και της οικονομίας αποτελούν πολύτιμα βέλη στη φαρέτρα μου. Όμως, δεν με παγιδεύουν ώστε να πάψω να ψάχνω για καλύτερες φαρέτρες, με πιο αποτελεσματικό «οπλοστάσιο». Το ερώτημα δεν τίθεται μόνο για να απαντήσω υπάρχοντα ερωτήματα. Υπάρχουν καταστάσεις που αναμένουν να εφευρεθούν, διότι το ότι δεν είναι γνωστές δεν σημαίνει ότι δεν είναι υπαρκτές και επομένως δεν μας επηρεάζουν! Αυτό είναι ένα ταξίδι προς μια στρατηγική προοπτική. Δεν είναι αυτονοήτως κατανοητή. Μούτυχε να μιλώ με ανθρώπους με ακαδημαϊκές επιστημονικές περγαμηνές, που δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν τη σκέψη τους από το πλατανόφυλλο και την αριθμοκεντρική αντίληψη των πραγμάτων, ή ακόμα, να τους μιλώ για στρατηγική κι αυτοί να εννοούν τον ισολογισμό! Ακόμα κι όταν ήθελαν να μιλήσουν για «ανθρωποκεντρικές οργανώσεις», η δυστοκία τους ήταν καταφανέστατη διότι αναφέρονταν σε κάτι που δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ να μάθουν όταν κατ’ ουσίαν δεν το πιστεύουν. Όμως, το μέλλον δεν τους ανήκει. Το μέλλον ανήκει στους σύγχρονους Οδυσσείς της πνευματικής ουσιαστικής αναζήτησης. Οι ήρεμες θάλασσες είναι ο ασφαλής χώρος αναζήτησης και επίδειξης ανύπαρκτων ικανοτήτων και δεξιοτήτων «καπεταναίων του γλυκού νερού», των αρχιερέων της μετριότητας…
Εκεί, όλοι μπορούν να κουμαντάρουν το πλοίο…