Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης
Πώς να εκφραστεί η καρδιά; / Πώς να σε καταλάβει ένας άλλος;/ Θα καταλάβει γιατί ζεις; / Μια σκέψη που ειπώθηκε είναι ψέμα. / ταράζοντας τις πηγές θα τις θολώσεις / γι’ αυτό πες και μείνε σιωπηλός.
(Φιόντρ Ιβάνοβιτς Τιούτσεφ – εις : Αντρέϊ Μπέλυ : Η Μαγεία των Λέξεων, σελ. 32, εκδ. Έρασμος, Αθήνα, 1988)
Ο ξύλινος λόγος επελαύνει ακάθεκτος. Τούτος ο λόγος, δεν είναι μονάχα ρηχός, μα και επίτηδες διφορούμενος. Δείχνει τάχατες σεβασμό προς την ουσία, την οποία όμως την ίδια στιγμή βιάζει.
Στη τηλεόραση, τούτη την ώρα, σε μια εκπομπή συζητάνε γενικότερα για σκάνδαλα που έχουν να κάνουν με λεηλασία δημόσιου χρήματος και δημόσιου πλούτου, ένας αμέτρητος πακτωλός χρημάτων διαθέσιμος προς τη διαπλοκή κι ένα μονίμως άδειο δημόσιο πουγκί σαν τύχει και το πράγμα έχει να κάνει με τίποτα «παροχές» προς τον πολύ λαό. Ένας κοπρίτης (ζητώ συγνώμη για τη λέξη, μα είμαι ενάντιος σε κάθε σαλονίστικο πολιτικό ψευτοκαθωσπρεπισμό –χρησιμοποίησα τη λέξη επίτηδες για να μου δοθεί ευκαιρία να αναφερθώ σύντομα παρακάτω σ’ αυτή τη «τάξη») εκφράζει την «αγωνία» του, μη τύχει και γίνουν τίποτα τέτοιες «λαϊκές παροχές», λες και τα δίνει απ’ το πουγκί του πατέρα και της μάνας του, ένας απ’ αυτούς που κανείς δε ξέρει κι αν έχει και τίποτα ένσημα στη ζωή του! Και σαν όλους τους καθωσπρέπει και φρόνιμους «καθωσπρέπει» που τελικά δεν πρέπει να τα τα βάζει και με το λαό, έσπευσε κι «…έκανε επίδειξη μεγάλης ευλάβειας, ώστε να μπορεί απαρεξήγητα ν’ αδιαφορεί για την ουσία.» (Άγγελος Τερζάκης : Η πριγκιπέσα Ιζαμπώ, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2008, σελ. 368) Εδώ η ευλάβειά του, εκδηλώθηκε με το να δηλώσει πόσο «σέβεται» και «αγωνιά» για την άθλια ζωή αυτών που αρνείται να τους δοθεί όχι ψίχουλα μα κάτι το γενναίο που ουσιαστικά θα τους βοηθούσε. Οι δύο άλλοι πολιτικοί «αντίπαλοι», ένας από το κάθε κόμμα εξουσίας, υπόσχονται μια «νέα μεταρρύθμιση» και το γκρέμισμα του «χάους» που παρέλαβε από τον προηγούμενό του (ή θα παραλάβει από τον επόμενό του), και καλεί ο καθένας τους τον κόσμο να συστρατευθεί με την «μεγάλη» παράταξή του. «Μίλα ξεκάθαρα», λέει ο ένας πολιτικός στον άλλο. «Ιαρταμάν, εξάρξαν απισσόνα σάτρα» (Αριστοφάνης : Αχαρνής, εκδ. Επικαιρότητα, 1997, σελ. 52-53) απαντά ο άλλος, και καλεί με τη σειρά του τον άλλο (αυτόν που προηγούμενα είχε καλέσει τον ίδιο) να μιλήσει κι αυτός το ίδιο ξεκάθαρα. Λέει κι ο άλλος : «Ντεν πάρει κρύσο χασκοκώλο Ατήνο» (Αριστοφάνης : Αχαρνής, εκδ. Επικαιρότητα, 1997, σελ. 52-53). Κι έτσι, μέσα από τέτοια διαφάνεια, αίφνης κατανόησα πλήρως την αλήθεια, τα σκοτάδια διαλύθηκαν με μιας…
Ο ξύλινος πολιτικός λόγος, ως ξύλινος, είναι μονότονος. Αυτός ο λόγος, ως ήχος, άρα ως μουσική πες, διότι κάθε λόγος ως ήχος έχει και μια μουσικότητα, είναι ένας αδιάκοπος κτύπος της γλώσσας πάνω σε κάτι εξαιρετικά σκληρό και τραχύ. Ένας λόγος ξύλινος που έχει ειδικευτεί να ασκεί κατ΄ επάγγελμα και καθ’ έξη πολιτική, κοινωνική, και εν πάσει περιπτώσει, κάθε είδους κριτική. Ο ξύλινος λόγος, είναι ο εκπεσών πολιτικός λόγος. Είναι ένας λόγος που καταστρέφει τη δημιουργία, άρα τη πρόοδο, διότι σωστά έχει λεχθεί ότι «Η γλώσσα είναι το ισχυρότερο όργανο δημιουργίας. Ονομάζοντας ένα πράγμα με μια λέξη βεβαιώνω την ύπαρξή του.» (Αντρέϊ Μπέλυ : Η Μαγεία των Λέξεων, σελ. 9, εκδ. Έρασμος, Αθήνα, 1988. Είναι, συνεπώς, ένας λόγος κενός ουσιαστικού θετικού νοήματος. Είναι, αντίθετα, φορέας, αρνητικών νοημάτων, που επιχειρεί να τα νομιμοποιήσει και παγκοσμιοποιήσει. Κι επειδή ο,τιδήποτε απειλεί το θετικό νόημα είναι επικίνδυνο, ο ξύλινος πολιτικός λόγος είναι επικίνδυνος. Διότι όπως σωστά έχει επισημανθεί, (εδώ βασίζομαι στη περίφημη ανάλυση του Paul Tillich : Το Θάρρος της Υπάρξεως, εκδ. ΔΩΔΩΝΗ, Αθήνα, 1976, σελ. 63 και πέρα) ό,τι απειλεί τη δημιουργική ζωή του ανθρώπου, την ικανότητά του να συμμετέχει δημιουργικά κάπου, τούτο το εμπόδιο ως παράγων δημιουργίας αυτής της έλλειψης νοήματος, επιτίθεται κατά της πνευματικής αυτοβεβαίωσης του ατόμου. Κι αν ακόμα δεχτούμε και το ότι η γλώσσα αποτελεί πολιτισμική συνιστώσα (βλ. π.χ. Harry Hoijer : Η σχέση της γλώσσας με τον πολιτισμό, περιοδ. Εποπτεία, Νο 76, Φεβρουάριος 1983, σελ. 137 και πέρα), τότε ο ξύλινος πολιτικός λόγος είναι και απολίτιστος εν τέλει, δεν έχει σημείο επαφής, σημείο τομής, με ό,τι προσδιορίζεται ως πολιτικός πολιτισμός. Ο λόγος που δεν μπόρεσε να προαχθεί σε πολιτικό, έγινε κάτι πολύ πιο εύκολο, και ταυτόχρονα, εξαιρετικά προβεβλημένο, αφού αποτελεί τον κανόνα κι όχι την εξαίρεση. Έγινε κριτικός των πάντων και τιμητής των πάντων. Τούτος ο ξύλινος πολιτικός λόγος, μπορεί κάλλιστα να παραβληθεί με τον κριτικό καλλιτεχνικό λόγο. Να πώς ο Δαίμων περιγράφει τον κριτικό στον κόκορα εκείνο που επιχείρησε με τη βοήθειά του (του δαίμονα δηλαδή), να γυρίσει τον κόσμο για να γίνει σοφότερος. Έτσι, κάποια στιγμή, ο Δαίμων οδήγησε το πτηνό σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο. Διηγείται το πτηνό : «Εκεί είδα άνθρωπον με ύφος αυστηρόν και σοβαρόν, που εκρατούσεν ένα πήχυν ελαστικόν και εμετρούσε τους Διαβάτας. «Κοίταξε, μου λέγει ο Δαίμων. Αυτός είναι συνηθισμένος να τα βλέπει όλα ανάποδα. Τίποτε δεν τον ευχαριστεί. Να είσαι βέβαιος πως εις το τέλος θα κατηγορήση και τον εαυτόν του επί εσχάτη προδοσία κατά της φύσεως, όταν θα αποφασίση να καταλάβη, ότι περπατεί όπως όλοι με το κεφάλι επάνω και με τα πόδια κάτω!» «Και τι μετράει αυτός;» «Μετράει την ηθικήν των άλλων με την ιδικήν του. Είναι Censor. Αλλά, βλέπεις, ο πήχυς του είναι ελαστικός. Όταν διακρίνη μιαν ηθικήν μεγαλυτέραν από την ιδικήν του, τεντώνει το μέτρον και την παρουσιάζει μικροτέραν. Από το μέτρημα αυτό εβγήκαν όλοι ζημιωμένοι και του έμειναν χρεώσται.» Τότε με ωδήγησε εις μιαν αίθουσαν, που υπήρχε πλήθος από εικόνας, κρεμασμένας εις τους τοίχους. Οι άνθρωποι επερνούσαν, εθαύμαζον τας εικόνας και έφευγον ευχαριστημένοι και χορτάτοι από μιαν απόλαυσιν... Τότε εμβήκεν ένας άνθρωπος, που επροκάλεσε την προσοχήν των θεατών, οι οποίοι εψηθύρισαν μεταξύ των : «Ο Κριτικός... ο αισθητικός... ο σοφός...» Και άφησαν την απόλαυσίν των, που τους ευχαριστούσε μέχρι της στιγμής εκείνης, δια να ακούσουν τι θα έλεγεν ο εισελθών «Κριτικός». Εκείνος έρριψεν ένα βλέμμα εις τα εικόνας και εκίνησε το κεφάλι του με απελπισίαν. Κατόπιν έβγαλε και αυτός ένα μέτρο τεραστίας ελαστικότητος και ήρχισε να μετρή τας εικόνας... Καμία δεν εβγήκε μεγαλυτέρα από το μέτρον του. Τότε εστρέφετο και έλεγε προς τους θεατάς : «Αυτή η εικόνα έχει μεγάλα σφάλματα. Το δένδρον αυτό έχει πολλά φύλλα, και σκεπάζεται ο ουρανός του βάθους... Ο άνθρωπος είναι ξαπλωμένος εις την ρίζαν του και ακουμβά εις το δεξιόν πλευρόν. Σφάλμα : όταν το δένδρον έχει πολλά φύλλα, ο άνθρωπος πρέπει να ακουμβά αριστερά... Εκείνος ο σκύλος, που τρέχει εις το βάθος και κυνηγάει τον λαγόν, δεν προοιωνίζει την «μελλοντικήν» σύνθεσιν, διότι εις το μέλλον θ’ αρχίσουν οι λαγοί να κυνηγούν τους σκύλους...» Και εξακολουθούσεν ο άνθρωπος να κρίνη, ν’ αναλύη, να επικρίνη... «Πολύ μεγάλος ζωγράφος θα είναι αυτός, εσκέφθην, που ευρίσκει με τόσην ευκολίαν τα σφάλματα των συναδέλφων του.» Εκκίνησε το κεφάλι του με θλίψιν το Φάσμα και απάντησεν : «Αυτός απεπειράθη μιαν φοράν να γίνη ζωγράφος και δεν το κατώρθωσε. Ο άνθρωπος δεν είχε μέσα του την «σύνθεσιν». Από τότε δεν ανέχεται εμπρός του κανένα είδος συνθέσεως. Έτσι η τάσις του προς την Τέχνην διεμορφώθη «αρνητική»: μετεβλήθη εις μανίαν «αποσυνθέσεως»» (Π. Δημητρακόπουλος : Επιλογή από το έργο του - Σηδηρά Διαθήκη, Χρυσή Διαθήκη, Κριτήριον, Η Σκουπιδιάδα, σελ. 197-198)