Δευτέρα 1 Ιουνίου 2009

Ο Ξύλινος πολιτικός λόγος…



Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Πώς να εκφραστεί η καρδιά; / Πώς να σε καταλάβει ένας άλλος;/ Θα καταλάβει γιατί ζεις; / Μια σκέψη που ειπώθηκε είναι ψέμα. / ταράζοντας τις πηγές θα τις θολώσεις / γι’ αυτό πες και μείνε σιωπηλός.

(Φιόντρ Ιβάνοβιτς Τιούτσεφ – εις : Αντρέϊ Μπέλυ : Η Μαγεία των Λέξεων, σελ. 32, εκδ. Έρασμος, Αθήνα, 1988)

Ο ξύλινος λόγος επελαύνει ακάθεκτος. Τούτος ο λόγος, δεν είναι μονάχα ρηχός, μα και επίτηδες διφορούμενος. Δείχνει τάχατες σεβασμό προς την ουσία, την οποία όμως την ίδια στιγμή βιάζει.

Στη τηλεόραση, τούτη την ώρα, σε μια εκπομπή συζητάνε γενικότερα για σκάνδαλα που έχουν να κάνουν με λεηλασία δημόσιου χρήματος και δημόσιου πλούτου, ένας αμέτρητος πακτωλός χρημάτων διαθέσιμος προς τη διαπλοκή κι ένα μονίμως άδειο δημόσιο πουγκί σαν τύχει και το πράγμα έχει να κάνει με τίποτα «παροχές» προς τον πολύ λαό. Ένας κοπρίτης (ζητώ συγνώμη για τη λέξη, μα είμαι ενάντιος σε κάθε σαλονίστικο πολιτικό ψευτοκαθωσπρεπισμό –χρησιμοποίησα τη λέξη επίτηδες για να μου δοθεί ευκαιρία να αναφερθώ σύντομα παρακάτω σ’ αυτή τη «τάξη») εκφράζει την «αγωνία» του, μη τύχει και γίνουν τίποτα τέτοιες «λαϊκές παροχές», λες και τα δίνει απ’ το πουγκί του πατέρα και της μάνας του, ένας απ’ αυτούς που κανείς δε ξέρει κι αν έχει και τίποτα ένσημα στη ζωή του! Και σαν όλους τους καθωσπρέπει και φρόνιμους «καθωσπρέπει» που τελικά δεν πρέπει να τα τα βάζει και με το λαό, έσπευσε κι «…έκανε επίδειξη μεγάλης ευλάβειας, ώστε να μπορεί απαρεξήγητα ν’ αδιαφορεί για την ουσία.» (Άγγελος Τερζάκης : Η πριγκιπέσα Ιζαμπώ, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2008, σελ. 368) Εδώ η ευλάβειά του, εκδηλώθηκε με το να δηλώσει πόσο «σέβεται» και «αγωνιά» για την άθλια ζωή αυτών που αρνείται να τους δοθεί όχι ψίχουλα μα κάτι το γενναίο που ουσιαστικά θα τους βοηθούσε. Οι δύο άλλοι πολιτικοί «αντίπαλοι», ένας από το κάθε κόμμα εξουσίας, υπόσχονται μια «νέα μεταρρύθμιση» και το γκρέμισμα του «χάους» που παρέλαβε από τον προηγούμενό του (ή θα παραλάβει από τον επόμενό του), και καλεί ο καθένας τους τον κόσμο να συστρατευθεί με την «μεγάλη» παράταξή του. «Μίλα ξεκάθαρα», λέει ο ένας πολιτικός στον άλλο. «Ιαρταμάν, εξάρξαν απισσόνα σάτρα» (Αριστοφάνης : Αχαρνής, εκδ. Επικαιρότητα, 1997, σελ. 52-53) απαντά ο άλλος, και καλεί με τη σειρά του τον άλλο (αυτόν που προηγούμενα είχε καλέσει τον ίδιο) να μιλήσει κι αυτός το ίδιο ξεκάθαρα. Λέει κι ο άλλος : «Ντεν πάρει κρύσο χασκοκώλο Ατήνο» (Αριστοφάνης : Αχαρνής, εκδ. Επικαιρότητα, 1997, σελ. 52-53). Κι έτσι, μέσα από τέτοια διαφάνεια, αίφνης κατανόησα πλήρως την αλήθεια, τα σκοτάδια διαλύθηκαν με μιας…

Ο ξύλινος πολιτικός λόγος, ως ξύλινος, είναι μονότονος. Αυτός ο λόγος, ως ήχος, άρα ως μουσική πες, διότι κάθε λόγος ως ήχος έχει και μια μουσικότητα, είναι ένας αδιάκοπος κτύπος της γλώσσας πάνω σε κάτι εξαιρετικά σκληρό και τραχύ. Ένας λόγος ξύλινος που έχει ειδικευτεί να ασκεί κατ΄ επάγγελμα και καθ’ έξη πολιτική, κοινωνική, και εν πάσει περιπτώσει, κάθε είδους κριτική. Ο ξύλινος λόγος, είναι ο εκπεσών πολιτικός λόγος. Είναι ένας λόγος που καταστρέφει τη δημιουργία, άρα τη πρόοδο, διότι σωστά έχει λεχθεί ότι «Η γλώσσα είναι το ισχυρότερο όργανο δημιουργίας. Ονομάζοντας ένα πράγμα με μια λέξη βεβαιώνω την ύπαρξή του.» (Αντρέϊ Μπέλυ : Η Μαγεία των Λέξεων, σελ. 9, εκδ. Έρασμος, Αθήνα, 1988. Είναι, συνεπώς, ένας λόγος κενός ουσιαστικού θετικού νοήματος. Είναι, αντίθετα, φορέας, αρνητικών νοημάτων, που επιχειρεί να τα νομιμοποιήσει και παγκοσμιοποιήσει. Κι επειδή ο,τιδήποτε απειλεί το θετικό νόημα είναι επικίνδυνο, ο ξύλινος πολιτικός λόγος είναι επικίνδυνος. Διότι όπως σωστά έχει επισημανθεί, (εδώ βασίζομαι στη περίφημη ανάλυση του Paul Tillich : Το Θάρρος της Υπάρξεως, εκδ. ΔΩΔΩΝΗ, Αθήνα, 1976, σελ. 63 και πέρα) ό,τι απειλεί τη δημιουργική ζωή του ανθρώπου, την ικανότητά του να συμμετέχει δημιουργικά κάπου, τούτο το εμπόδιο ως παράγων δημιουργίας αυτής της έλλειψης νοήματος, επιτίθεται κατά της πνευματικής αυτοβεβαίωσης του ατόμου. Κι αν ακόμα δεχτούμε και το ότι η γλώσσα αποτελεί πολιτισμική συνιστώσα (βλ. π.χ. Harry Hoijer : Η σχέση της γλώσσας με τον πολιτισμό, περιοδ. Εποπτεία, Νο 76, Φεβρουάριος 1983, σελ. 137 και πέρα), τότε ο ξύλινος πολιτικός λόγος είναι και απολίτιστος εν τέλει, δεν έχει σημείο επαφής, σημείο τομής, με ό,τι προσδιορίζεται ως πολιτικός πολιτισμός. Ο λόγος που δεν μπόρεσε να προαχθεί σε πολιτικό, έγινε κάτι πολύ πιο εύκολο, και ταυτόχρονα, εξαιρετικά προβεβλημένο, αφού αποτελεί τον κανόνα κι όχι την εξαίρεση. Έγινε κριτικός των πάντων και τιμητής των πάντων. Τούτος ο ξύλινος πολιτικός λόγος, μπορεί κάλλιστα να παραβληθεί με τον κριτικό καλλιτεχνικό λόγο. Να πώς ο Δαίμων περιγράφει τον κριτικό στον κόκορα εκείνο που επιχείρησε με τη βοήθειά του (του δαίμονα δηλαδή), να γυρίσει τον κόσμο για να γίνει σοφότερος. Έτσι, κάποια στιγμή, ο Δαίμων οδήγησε το πτηνό σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο. Διηγείται το πτηνό : «Εκεί είδα άνθρωπον με ύφος αυστηρόν και σοβαρόν, που εκρατούσεν ένα πήχυν ελαστικόν και εμετρούσε τους Διαβάτας. «Κοίταξε, μου λέγει ο Δαίμων. Αυτός είναι συνηθισμένος να τα βλέπει όλα ανάποδα. Τίποτε δεν τον ευχαριστεί. Να είσαι βέβαιος πως εις το τέλος θα κατηγορήση και τον εαυτόν του επί εσχάτη προδοσία κατά της φύσεως, όταν θα αποφασίση να καταλάβη, ότι περπατεί όπως όλοι με το κεφάλι επάνω και με τα πόδια κάτω!» «Και τι μετράει αυτός;» «Μετράει την ηθικήν των άλλων με την ιδικήν του. Είναι Censor. Αλλά, βλέπεις, ο πήχυς του είναι ελαστικός. Όταν διακρίνη μιαν ηθικήν μεγαλυτέραν από την ιδικήν του, τεντώνει το μέτρον και την παρουσιάζει μικροτέραν. Από το μέτρημα αυτό εβγήκαν όλοι ζημιωμένοι και του έμειναν χρεώσται.» Τότε με ωδήγησε εις μιαν αίθουσαν, που υπήρχε πλήθος από εικόνας, κρεμασμένας εις τους τοίχους. Οι άνθρωποι επερνούσαν, εθαύμαζον τας εικόνας και έφευγον ευχαριστημένοι και χορτάτοι από μιαν απόλαυσιν... Τότε εμβήκεν ένας άνθρωπος, που επροκάλεσε την προσοχήν των θεατών, οι οποίοι εψηθύρισαν μεταξύ των : «Ο Κριτικός... ο αισθητικός... ο σοφός...» Και άφησαν την απόλαυσίν των, που τους ευχαριστούσε μέχρι της στιγμής εκείνης, δια να ακούσουν τι θα έλεγεν ο εισελθών «Κριτικός». Εκείνος έρριψεν ένα βλέμμα εις τα εικόνας και εκίνησε το κεφάλι του με απελπισίαν. Κατόπιν έβγαλε και αυτός ένα μέτρο τεραστίας ελαστικότητος και ήρχισε να μετρή τας εικόνας... Καμία δεν εβγήκε μεγαλυτέρα από το μέτρον του. Τότε εστρέφετο και έλεγε προς τους θεατάς : «Αυτή η εικόνα έχει μεγάλα σφάλματα. Το δένδρον αυτό έχει πολλά φύλλα, και σκεπάζεται ο ουρανός του βάθους... Ο άνθρωπος είναι ξαπλωμένος εις την ρίζαν του και ακουμβά εις το δεξιόν πλευρόν. Σφάλμα : όταν το δένδρον έχει πολλά φύλλα, ο άνθρωπος πρέπει να ακουμβά αριστερά... Εκείνος ο σκύλος, που τρέχει εις το βάθος και κυνηγάει τον λαγόν, δεν προοιωνίζει την «μελλοντικήν» σύνθεσιν, διότι εις το μέλλον θ’ αρχίσουν οι λαγοί να κυνηγούν τους σκύλους...» Και εξακολουθούσεν ο άνθρωπος να κρίνη, ν’ αναλύη, να επικρίνη... «Πολύ μεγάλος ζωγράφος θα είναι αυτός, εσκέφθην, που ευρίσκει με τόσην ευκολίαν τα σφάλματα των συναδέλφων του.» Εκκίνησε το κεφάλι του με θλίψιν το Φάσμα και απάντησεν : «Αυτός απεπειράθη μιαν φοράν να γίνη ζωγράφος και δεν το κατώρθωσε. Ο άνθρωπος δεν είχε μέσα του την «σύνθεσιν». Από τότε δεν ανέχεται εμπρός του κανένα είδος συνθέσεως. Έτσι η τάσις του προς την Τέχνην διεμορφώθη «αρνητική»: μετεβλήθη εις μανίαν «αποσυνθέσεως»» (Π. Δημητρακόπουλος : Επιλογή από το έργο του - Σηδηρά Διαθήκη, Χρυσή Διαθήκη, Κριτήριον, Η Σκουπιδιάδα, σελ. 197-198)

Ίδε ο Κριτικός! Ίδε ο Ξύλινος Λόγο στη Τέχνη! Ίδε ο Ξύλινος Λόγος στην Πολιτική! Όλοι οι ξύλινοι λόγοι, είναι φτιαγμένοι απ’ την ίδια στόφα! Αντικαταστήστε τον κριτικό στη παραπάνω περιγραφή και θαυμάσια θάχετε μπροστά σας τόσους και τόσους, τόσες και τόσες, Σταυρωτές του Λόγου.
Χρειάζεται όμως εδώ μια διευκρίνιση. Πολλές φορές, βλέπω στη τηλεόραση ή ακούω στο ραδιόφωνο να μιλάνε πολιτικοί ή δημόσια γενικότερα πρόσωπα, πρόσωπα που πράγματι υπολήπτομαι, απ’ όλους τους πολιτικούς χώρους, που να λένε πολλά και σημαντικά πράγματα. Και κυρίως να τα μιλάνε με εντιμότητα. Παρόλα αυτά, είναι δυνατό (και συνήθως αυτό γίνεται), αυτά τα ίδια σωστά πράγματα, να τα λένε και όλοι αυτοί που εκπροσωπούν τον ξύλινο λόγο. Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι η διαφοροποίηση του ξύλινου λόγου από τον μη ξύλινο λόγο, δεν έγκειται τόσο στο λεκτικό, όσο στη πίστη αυτών που τον εκφέρουν, πίστη στα ίδια τα λεγόμενά τους. Ο ξύλινος πολιτικός λόγος, δεν πιστεύει αυτά που λέει. Και βέβαια, η μη πίστη στα λεγόμενα, είναι κάτι που εισπράττεται από τον ακροατή (ή θεατή). Ο γνήσιος λόγος, έχει ένα εγγενές ανθρώπινο ενδιαφέρον και σε ορισμένες περιπτώσεις πάθος, μια εγγενή τάση να είναι ζεστός, ακόμα κι αν λέει πράγματα που δεν μας αρέσουν, να είναι αποδεκτός όχι απλά (ή μόνο) ως μήνυμα, μα ως αξία επικοινωνίας, ΚΥΡΙΩΣ δε, ΣΕΒΕΤΑΙ τον συνομιλητή του, δεν επιχειρεί να τον παρασύρει εκεί που θέλει με τρόπο ανέντιμο, στήνοντάς του παγίδες, προσέρχεται στο τραπέζι της επικοινωνίας και του διαλόγου με διάθεση να υποστηρίξει τις θέσεις του, μα όχι να παραπλανήσει. Και βεβαίως, αυτός ή αυτή που εκφέρει τον λόγο, η προσωπική του (της) διαδρομή και συνέπεια, αποτελούν επίσης χαρακτηριστικά που διακρίνουν και διαφοροποιούν τον ένα από τον άλλον λόγο.

Και τώρα, μια αναφορά, μια σύντομη αναφορά, σ’ αυτό που σας υποσχέθηκα. Σ’ αυτή τη τάξη του δήθεν καθωσπρεπισμού, την οποία ας τη βαφτίσω ως η Παρασιτική και Αυθαδιάζουσα Τάξη του Υψωμένου Δείκτη –διότι έχουν τη τάση, εκτός των άλλων, απευθυνόμενοι στο λαό να υψώνουν το δείκτη του χεριού τους και να μας τον δείχνουν, δείγμα καθηγητικής σοφίας και επιβολής. Τούτη λοιπόν η Τάξη, διαθέτει και το δικό της Μέγα Καθωσπρεπικό Λεξικό. Όταν συνομιλούν μεταξύ τους τα μέλη αυτής της Τάξης, λένε πράγματα πολύ in που εμείς (που γενικώς είμαστε out) δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι λέγονται (μεταξύ τους). Ας δούμε μια τυπική περιγραφή του πώς τούτοι οι καθωσπρέπει μιλάνε και συμπεριφέρονται μεταξύ τους. Ιδού μια έξοχη περιγραφή : «Η εικόνα είναι κοινή, συνηθισμένη για τη μικρή πολιτικοεπιχειρηματική κοινότητα των Αθηνών. Συναντάται σχεδόν κάθε βράδυ ή και μεσημέρι στα 4-5 στέκια της ευρυτέρας περιοχής του Κολωνακίου και του κέντρου της πρωτεύουσας. Ανάκατες παρέες πολιτικών, επιχειρηματιών, στελεχών επιχειρήσεων του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, τραπεζιτών, χρηματοοικονομικών συμβούλων, ενδιάμεσων διαμεσολαβητών, μεγαλοδικηγόρων και εκπροσώπων των ΜΜΕ, μεταφέρουν το κλίμα και την ατμόσφαιρα της κυρίαρχης νεοελληνικής τάξης, που δείχνει απίστευτα ομοιόμορφη. Άντρες και γυναίκες με ρούχα ακριβά, εξεζητημένα αξεσουάρ, άνεση, πούρα και στυλ, αλλά με γλώσσα αγοραία, χαριεντίζονται δήθεν έξυπνα, αλλά στη βάση χυδαία, συζητούν για πολιτική κατά τρόπο ισοπεδωτικό, κουτσομπολεύουν απίστευτα, θάβει ο ένας τον άλλον, μιλούν για χρήμα και σεξ μαζί, αναδεικνύοντας μια κοινωνία χωρίς ιερό και όσιο, όπως θα έλεγε και ο Αρχιεπίσκοπος. Κοινή αφετηρία βεβαίως οι δουλειές. Δουλειές γρήγορες, εύκολες, αρπαχτές κατά την κοινή γλώσσα, με το Δημόσιο πάντα, γιατί οι άλλες θέλουν κόπο, σχέδιο, οργάνωση και υπομονή. Και η φρέσκια νεοπλουτίστικη τάξη, η λούμπεν που λένε και οι τρομοκράτες, δεν έχει καρό για τέτοια. Ανδρωμένη τα τελευταία 15 χρόνια, ώριμη πια…, με συμβούλους και ενδιάμεσους τους σπουδαγμένους της γενιάς του πολυτεχνείου…» (Αντώνη Καρακούση : Στα στέκια της νεοπλουτίστικης Αθήνας, εφημ. Η Καθημερινή, 9/6/2002, σελ. 10)
Και τώρα ο επίλογος : τι θα μπορούσα να θέσω ως επίλογο; Έστω ούτος : Εναγείς και αλητήριοι…