Σάββατο 27 Ιουνίου 2009

Ναρκωτικά: Μια ...εξομολόγηση.!

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα (26.06) Κατά των Ναρκωτικών, δημοσιεύουμε σήμερα μια συγκλονιστική εξομολόγηση ενός πρώην χρήστη ναρκωτικών, που περιέχεται στο βιβλίο του gianniotis με τίτλο:

Ν Α Ρ Κ Ω Τ Ι Κ Α

(Τα ...εκρηκτικά που σκοτώνουν)
--------------------------------

Αθανάσιος Ν*., ετών 38, από την Πάτρα, μόνιμος κάτοικος Μεταμόρφωσης Αττικής, ιδιωτικός υπάλληλος:

["…Στα 14 άρχισα περιστασιακά να κάνω χρήση χασίς, παρέα με δύο φίλους μου, το Σωτήρη και τον Ανδρέα που πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο. Ο Σωτήρης ήταν πολύ "αεράτος", από ευκατάστατη οικογένεια, χωρίς αναστολές ή φοβίες και διέθετε μεγάλη πειθώ, ενώ ο Ανδρέας ήταν κλειστός τύπος. Δεν ταιριάζαμε, αλλά επειδή μέναμε στην ίδια γειτονιά, κάναμε παρέα αναγκαστικά.
Ο Σωτήρης, παρά τη μικρή του ηλικία, είχε πολλές γνωριμίες κι' εγώ ένιωθα μειονεκτικά απέναντί του.
Κυκλοφορούσε με λεφτά στη τσέπη και τα κορίτσια τον "πηγαίνανε".
Μου είπε μια μέρα ότι δεν την "έβρισκε" με το χασίς, και μου έδειξε μία καρτέλα με χάπια που είχε μαζί του. Τον είδα να παίρνει δύο απ' αυτά, χωρίς νερό, και μου πρόσφερε κι' εμένα άλλα δύο. Δεν τον ρώτησα τίποτε για να μη φανεί ότι ήμουν άσχετος. Προσπάθησα να τα πάρω χωρίς νερό, αλλά δεν μπόρεσα και τα κράτησα πολύ ώρα στο στόμα μου. Ήταν πολύ πικρά, σαν δηλητήριο. Αναγκάστηκα να αγοράσω αναψυκτικό για να φύγει η πίκρα από το στόμα μου. Εκείνο που με ενδιέφερε περισσότερο ήταν να μη καταλάβει τίποτε ο Σωτήρης.
Και δεν κατάλαβε.!
Όταν πήγα στο σπίτι μου, ήμουνα πολύ χαλαρωμένος και δεν είχα όρεξη για τίποτε.
Αποκοιμήθηκα και την επόμενη μέρα δεν μπόρεσα να ξυπνήσω και δεν πήγα σχολείο.
Δεν ξέρω αν ένιωθα καλά, εκείνο που ξέρω είναι ότι αισθανόμουνα πολύ περίεργα.
Μου άρεσε, και με τον καιρό άρχισα να συνηθίζω. Από το σπίτι μου δεν κατάλαβαν τίποτε. Είχαν όλοι άγνοια και μαύρα μεσάνυχτα.
Ο Ανδρέας, σιγά – σιγά άρχισε να απομακρύνεται από την παρέα μας, ώσπου τελικά τον χάσαμε και πολύ σπάνια και κατά τύχη τον βλέπαμε. Τον θεωρούσαμε φυτό και ξενέρωτο.
Με τον καιρό γινόμουνα όλο και πιο "γνώστης του αντικειμένου", ενώ είχα ήδη εξοικειωθεί και με άλλες χρήσεις κάνοντας χρήση αυτών και ιδιαίτερα του χασίς σε καθημερινή βάση, ενώ τα χάπια τα έπαιρνα χωρίς νερό πλέον.
Κάποια μέρα ο Σωτήρης μου έδειξε ένα σκονάκι και μου είπε ότι ήταν "μαυρούλα" (ηρωίνη). Κατάλαβα από τη στάση και τη συμπεριφορά του ότι είχε ξαναδοκιμάσει. Παραδέχτηκε ότι τυχαία βρέθηκε σε φάση και είχε πιει άλλες δύο φορές, παρέα με άλλα τρία… λαμόγια. Έτσι μου τα περιέγραψε.
Ένιωσε ενοχές που δεν με είχε ενημερώσει.
Την ώρα που την ετοίμαζε, εγώ τον παρακολουθούσα με αγωνία, χωρίς να το δείχνω, ενώ μια σταγόνα ιδρώτα αισθάνθηκα να κυλάει στο πρόσωπό μου.
Κάναμε χρήση με την ίδια σύριγγα. Για μένα ήταν η πρώτη φορά.
Μετά από λίγο ένιωσα ένα δυνατό κόμπο στο στομάχι μου, άρχισα να ιδρώνω και να πνίγομαι. Το στομάχι ανέβαινε στο λαιμό μου και ήθελα να κάνω εμετό.
Προσπάθησα αλλά δεν μπόρεσα. Άλλωστε δεν είχα και τίποτε να βγάλω, αφού ήμουνα νηστικός. Έβγαλα μόνο μερικά υγρά περίεργα, με πράσινη απόχρωση. Ανέπνεα με μεγάλη δυσκολία και ζαλιζόμουνα.
Ο Σωτήρης δίπλα μου με νευρικές κινήσεις, μουρμούριζε διάφορα και μονολογώντας, έβριζε χυδαία κάποιον "πέτσινο" (παρατσούκλι) με πολύ άσχημες εκφράσεις, ενώ κωλόπαιδο τον ανέβαζε και τον κατέβαζε.
"…Μη στενοχωριέσαι ρε, ήταν "αρρωστιάρα" η πουτάνα…", μου είπε τρίζοντας τα δόντια του. "…Θα το ξαναβρώ το κωλόπαιδο και θα το γ…".
Αισθανόμουνα απαίσια και είχα κυριευθεί από φόβο.
Εκείνο το βράδυ, δεν πήγα στο σπίτι μου. Μείναμε μαζί με το Σωτήρη πολλές ώρες, μέχρι που ξημέρωσε και νιώσαμε καλύτερα. Ορκίστηκα να μη ξαναδοκιμάσω.
Δεν ήθελα άλλη τέτοια εμπειρία.
Ο Σωτήρης μου είπε ότι δεν τρέχει τίποτε και ότι η πραγματικότητα ήταν διαφορετική.
Είχε..."δίκιο". Τα επόμενα βαρέματα με κάνανε… "άρχοντα".
Ένιωθα καλά, ήταν όλα δικά μου δεν είχα πλέον φοβίες και ζούσα μια άλλη, πρωτόγνωρη για μένα κατάσταση με μεγάλη αυτοπεποίθηση θάρρος και σιγουριά για τον εαυτό μου. Αυτά τα συναισθήματα δυστυχώς κράτησαν πολύ λίγο.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και από νωρίς μάλιστα άρχισα να ψάχνομαι. Ήθελα να πίνω συνέχεια. Όταν μου έλειπε ένιωθα απαίσια, είχα πολλά νεύρα, μεγάλη ταραχή, δεν με ενδιέφερε τίποτε. Το μυαλό μου ήταν καρφωμένο πάνω της και όταν εμφανίσθηκαν οι πρώτοι πόνοι, η κατάσταση άρχισε πλέον να γίνεται δύσκολη και σιγά – σιγά απερίγραπτη.
Έψαχνα απεγνωσμένα να βρω το Σωτήρη. Ήταν η μοναδική μου ελπίδα γιατί αυτός είχε οικονομική άνεση, ενώ εγώ δεν είχα ούτε τσιγάρο να καπνίσω.
Είχαν καταλάβει όλοι, ότι εγώ ήμουνα…αλλού.
Η κατάσταση καθημερινά χειροτέρευε και άρχισε να γίνεται ανεξέλεγκτη όταν πούλησα το ρολόϊ της μάνας μου και το χρυσό σταυρό μου. Αναγκάστηκα γιατί πονούσα πολύ και η πρέζα μου έλειπε.
Το σχολείο είχε γίνει παρελθόν πριν από πολύ καιρό. Έκλεβα και ψώνιζα ώσπου κάποια στιγμή με συνέλαβαν. Είχα να πιω δύο μέρες και με δυσκολία περπατούσα. Οι αστυνομικοί δεν με έβαλαν στο κρατητήριο, γιατί φαίνεται πως γι’ αυτούς ήμουνα ακίνδυνος. Με κράτησαν στα γραφεία τους και μου πρόσφεραν φαγητό και τσιγάρα.
Κατά περίεργο και ανεξήγητο τρόπο μπορώ να πω ότι μου φέρθηκαν πολύ καλά και πολύ ευγενικά. Ήταν όλοι κύριοι.
Εγώ δεν μπόρεσα να φάω, γιατί και το τσιγάρο που κάπνιζα το κρατούσα δυσκολία. Μου πρόσφεραν γάλα και δύο σοκολάτες. Έφαγα ένα κομμάτι σοκολάτα και ήπια λίγο γάλα. Μου ήρθε να ξεράσω. Πονούσα φοβερά και ήθελα να πεθάνω. Τα στερητικά μου με είχαν φέρει σε πολύ άσχημη κατάσταση. Κάλεσαν τον υπηρεσιακό γιατρό, ο οποίος ήρθε αμέσως και μου έκανε μία ένεση. Πρέπει να ήταν μορφίνη. Δεν με έπιασε πουθενά. Τον παρακάλεσα να μου κάνει κι’ άλλη μία. Δεν ξέρω αν μου έκανε. Έπεσα στο δάπεδο, κρύωνα πολύ, πονούσα ανυπόφορα, μαζεύτηκα σαν το κουβάρι και από το στόμα μου έβγαιναν περίεργα σάλια. Ένας αστυνομικός κρατούσε το κεφάλι του, έχοντας τα δυο του χέρια στο σαγόνι και μονολογούσε.
Έβριζε αόριστα.
Αντάλλαξε βαριές κουβέντες με κάποιο συνάδελφό του που με ειρωνεύτηκε. Πρέπει να με λυπόταν εκείνη την ώρα.
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση και αφού έβλεπαν ότι εγώ χειροτέρευα, κάλεσαν ασθενοφόρο και με συνοδό έναν αστυνομικό, με μετέφεραν στο νοσοκομείο Αγία Όλγα της Νέας Ιωνίας, απ' όπου βγήκα μετά από πέντε μέρες.
Με εντολή Εισαγγελέα δεν παραπέμφθηκα στο αυτόφωρο που είχε ήδη περάσει, αλλά έστειλαν τη δικογραφία και ορίστηκε τακτική δικάσιμος.
Στο δικαστήριο, έκριναν την κλοπή μου ως ευτελούς αξίας και καθάρισα, χάρις την παράκληση του θύματος που ζητούσε να μη τιμωρηθώ και ότι ο ίδιος με συγχώρεσε για την κλοπή.
Παράλληλα από το δικαστήριο κρίθηκα ως… "μη δυνάμενος". Μια έκφραση που δεν την καταλάβαινα και πολύ καλά τότε. Αυτό όμως με χαρακτήριζε ως πλήρως εξαρτώμενο άτομο, ότι δηλαδή δεν μπορούσα να έχω τον έλεγχο του εαυτού μου και συνεπώς είχα και το ακαταλόγιστο των πράξεών μου.
Αυτό αποδείχθηκε ότι ήταν καλό "πτυχίο" για μένα, αφού με το πρόσχημα αυτό καθάρισα και από άλλα τρία δικαστήρια.
Οι Ιατροδικαστικές εκθέσεις με χαρακτήριζαν "πλήρως εξαρτημένο άτομο με ελλιπή καταλογισμό"…
…Ο καιρός περνούσε βασανιστικά και η κατάστασή μου μέρα με τη μέρα χειροτέρευε. Δεν έτρωγα, δεν περπατούσα, δεν κοιμόμουνα, δε γέλαγα, δεν έκλαιγα, τα δόντια μου έπεφταν και στο πρόσωπό μου ήταν μόνιμα αποτυπωμένη η ωχράδα του θανάτου. Δεν μου είχαν μείνει ούτε αισθήματα, ούτε συναισθήματα. Το μόνο που ένιωθα να με τυλίγει, ήταν μίσος και κακία για τα πάντα γύρω μου και προ παντός για το ίδιο μου το σώμα και την εμφάνισή μου. Μίσησα, σιχάθηκα και αηδίασα τον εαυτό μου.
Ο Σωτήρης ήταν σε χειρότερη κατάσταση από μένα. Είχε αδυνατίσει 18 κιλά, τα δόντια του είχαν πέσει, τα χέρια του έτρεμαν μόνιμα και οι γονείς του αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Επιχείρησαν πολλές φορές να τον βάλουν σε θεραπευτική κοινότητα, αλλά δεν τα κατάφεραν. Δεν ήθελε και ο ίδιος. Η οικονομική τους κατάσταση καθημερινά χειροτέρευε και έπεσαν όλοι με τα μούτρα για να τον σώσουν. Οι προσπάθειές τους ήταν υπεράνθρωπες. Πούλησαν το τελευταίο ακίνητο που τους είχε μείνει (ένα οικόπεδο στη Λούτσα), μαζί με το ιδιόκτητο σπίτι όπου έμεναν στη Μεταμόρφωση,
αλλά ο Σωτήρης τελικά δεν σώθηκε.
Βρέθηκε παγωμένος
σ' ένα παγκάκι μια νύχτα του χειμώνα, μέσα στο πάρκο της Καλογρέζας.
Στις 13 Ιανουαρίου 1991 μέρα Κυριακή.
Και τι ειρωνεία…!!!.
Εκείνη τη νύχτα εγώ δεν ξέρω γιατί και πως σώθηκα. Μαζί είχαμε βαρέσει και μετά από λίγο χαθήκαμε. Έψαχνα να τον βρω κι' αυτός ήταν ξαπλωμένος δίπλα μου σαν να κοιμόταν. Εγώ όμως δεν τον έβλεπα. Έβλεπα μια συνεχόμενη λάμψη μπροστά μου, και πιο μακριά ένα σταθερό και πιο έντονα φωτισμένο σημείο. Έβλεπα τον εαυτό μου, με πλάτη προς εμένα, να περπατάει προς αυτό το σημείο και ένιωθα καλά. Όλα ήταν πολύ φωτεινά κι' όσο απομακρυνόμουνα, αισθανόμουνα την ανάγκη να γυρίσω πίσω αλλά δεν μπορούσα. Αυτή η διαδρομή μου φάνηκε ατελείωτη και ξαφνικά είδα τον εαυτό μου να επιστρέφει προς εμένα με πιο γρήγορα βήματα. Ζούσα σαν σε όνειρο και δεν ήθελα να…ξυπνήσω ποτέ. Όταν κάποια στιγμή ξύπνησα, είδα τη μάνα μου και τον αδελφό μου να με κοιτάνε με οίκτο. Βρισκόμουνα σ' ένα θάλαμο κάποιου νοσοκομείου, μόλις είχα βγει από την εντατική, χωρίς ωστόσο να ξέρω το πώς βρέθηκα εκεί.
Μαζί τους – τη σύμπτωση – ήταν κι' ένας… αστυνομικός.
Αυτός που είχε κάνει τη δικογραφία όταν με συνέλαβαν και ο οποίος είχε δώσει εντολή να μη με βάλουν στο κρατητήριο. Ήταν εκείνος που αντάλλαξε τις βαριές κουβέντες με τον συνάδελφό του, όταν εγώ ήμουνα "λιάδα".
Δεν ξέρω, αλλά αυτός ο άνθρωπος μου φάνηκε αλλιώτικος από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα.
Αντιπαθούσα το σινάφι του, αλλά γι' αυτόν δεν ένιωσα ποτέ έτσι.
Αργότερα έμαθα πως ήταν αυτός που με μετέφερε στο νοσοκομείο και ειδοποίησε τη μάνα μου, ενώ οι γιατροί μου είπαν ότι είχα φθάσει σε μία προθανάτια κατάσταση και σώθηκα στο παρά…ένα.
Άρχισα να συμπαθώ αυτό το μπάτσο, ιδίως όταν έσφιξε το χέρι μου και με χάϊδεψε στα μαλλιά. Παρ' όλα αυτά διατηρούσα μία επιφύλαξη γι' αυτή τη συμπεριφορά του.
Δεν μπορούσα να χωνέψω ότι αυτός που με είχε συλλάβει και με είχε "τυλίξει" στα χαρτιά μπορούσε να μου φερθεί μ' ένα τέτοιο τρόπο. Αισθανόμουνα αμηχανία μπροστά του, ενώ η μάνα μου τον κοίταζε σαν θεό και κατάλαβα ότι πολύ γρήγορα θα επιχειρήσει να με…τουμπάρει.
Και τελικά τα κατάφερε…
Στο νοσοκομείο με επισκεπτόταν καθημερινά και αυτός μου μετέφερε το μαντάτο για το χαμό του Σωτήρη. Όλοι το γνώριζαν εκτός από εμένα. Η στιγμή της φρικτής αυτής αναγγελίας δεν θα φύγει ποτέ από το μυαλό μου.
Ήταν τόσο φοβερό. Ποτέ δεν θα το πιστέψω.
Βγήκα από το νοσοκομείο και ο ίδιος με πήγε στο σπίτι μου, μαζί με τη μάνα μου και τον αδελφό μου. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας με πήρε και πήγαμε στον τάφο του Σωτήρη. Κρατούσε ένα τριαντάφυλλο και το άφησε πάνω στο βρεγμένο χώμα. Τον γνώριζε το Σωτήρη.
Όση ώρα βρισκόμασταν εκεί δεν αλλάξαμε κουβέντα, εγώ άλλωστε στην κατάσταση που βρισκόμουνα, δεν μπορούσα να μιλήσω. Του ζήτησα να με αφήσει λίγο μόνο μου, να μιλήσω με το Σωτήρη και διακριτικά αποσύρθηκε από το σημείο, χωρίς ωστόσο να απομακρυνθεί πολύ. Είχε σταθεί πίσω από ένα παρακείμενο μνήμα και με παρακολουθούσε, χωρίς ωστόσο εγώ να πάρω χαμπάρι. Αργότερα μου είπε ότι δεν απομακρύνθηκε από το σημείο γιατί φοβήθηκε μήπως κόψω τις φλέβες μου, επειδή επάνω στον τάφο του Σωτήρη υπήρχε ένα σπασμένο πιάτο.
Γονάτισα και φίλησα τη βρεγμένη φωτογραφία του Σωτήρη που ήταν ανάποδα γυρισμένη, δίπλα σ’ ένα στεφάνι. Πήρα στην αγκαλιά μου ένα ξύλινο σταυρό που ήταν πρόχειρα τοποθετημένος πάνω στο χώμα με το όνομά του.
Έμεινα αρκετή ώρα σ’ αυτή τη στάση. Έκλαιγα με λυγμούς. Μου φαινόταν απίστευτο.
Φεύγοντας άφησα δίπλα στον ξύλινο σταυρό δύο τσιγάρα και μισό κουτί τσίχλες. Δεν είχα τίποτε άλλο να του δώσω.
Πήραμε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι.
Μετά από αρκετή ώρα σιωπής, κι’ ενώ είχε σταματήσει σε κάποιο φανάρι με ρώτησε κοφτά: "Εσύ Θανάση, τι λουλούδια προτιμάς;"
Είδα μεγάλη θλίψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του και πρώτη φορά τον είδα τόσο αγανακτισμένο. Η στάση του με τάραξε πάρα πολύ. Έβριζε σε τρίτο πρόσωπο και ποτέ δε με κοίταξε. Άρχισα να νιώθω ενοχές. Ήμουνα πολύ ταραγμένος. Τον παρακάλεσα να μείνει στο σπίτι μας όσο μπορούσε περισσότερο, πράγμα που έκανε χωρίς αντίρρηση.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά τον ήθελα να βρίσκεται κοντά μου. Φοβόμουνα. Ακόμα δεν μπορώ να εξηγήσω αυτό το γεγονός.
Η μάνα μου έκλαιγε, και κάποια στιγμή κατάλαβα ότι της έκανε νόημα να σταματήσει και να μας αφήσει μόνους.
Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Μιλούσαμε μέχρι το πρωί και πιο πολύ εκείνος, μέχρι που ξημέρωσε και αποκοιμήθηκα. Από εκείνη τη νύχτα άρχισαν να αλλάζουν όλα.
Ένιωσα ντροπή για τον εαυτό μου και πρωτοφανείς ενοχές για το θάνατο του φίλου μου, συναισθήματα που δεν είχα νιώσει ποτέ ως τότε.
Κάναμε παρέα με το μπάτσο καθημερινά. Έπαιρνα μπροστά του ηρεμιστικά και παυσίπονα. Καταλάβαινε ότι πονούσα και δεν μου έλεγε ποτέ τίποτε. Ήμουν γαντζωμένος πάνω του. Η ηρωίνη όμως, μου έλειπε πάρα πολύ. Πνιγόμουνα και προσποιούμουνα ότι πονούσα λίγο, ενώ στην πραγματικότητα οι πόνοι μου ήταν τρομακτικοί.
Είχα αποφασίσει να την κόψω.
Κατάλαβα και συνειδητοποίησα ότι ο θάνατος ήταν πολύ κοντά μου αν συνέχιζα μ’ αυτό το ρυθμό. Ήθελα όμως να ζήσω. Πέρασα πολύ βασανιστικές μέρες και το χειρότερο, πολύ άσχημες νύχτες. Ορκίστηκα στα κόκαλα του Σωτήρη να μη ξαναπιώ.
Υπέφερα πάρα πολύ και ο χρόνος κυλούσε πολύ αργά και βασανιστικά. Πιο πολύ όμως υπέφερα στη σκέψη ότι, μήπως δεν θα μπορούσα να κρατήσω τον όρκο μου.
Μετά από δύο μήνες περίπου και ενώ ήμουνα καθαρός όλο αυτό το διάστημα, βρήκα κάτω από την πόρτα του σπιτιού μου ένα "σκονάκι". Το είδα και δεν πίστευα στα μάτια μου. Τρελάθηκα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Θόλωσα και έτρεμα από αγωνία.
'Ημουνα μόνος μου στο σπίτι, αλλά δεν είχα σύνεργα για να την πιω. Πέρασε από το μυαλό μου να την κάνω "μυτιές" ή "καπνιστή". Ο πειρασμός ήταν φοβερός και το δίλημμα τρομακτικό. Πάνω στην απελπισία μου έσπασα το ανθοδοχείο που βρισκόταν στο τραπέζι του σαλονιού. Οι παλάμες μου ίδρωσαν και τα χέρια μου έτρεμαν. Έσφιξα το σκονάκι δυνατά με το αριστερό μου χέρι και κατευθύνθηκα προς το τηλέφωνο.
Με μεγάλη ταραχή και αμηχανία του τηλεφώνησα, αλλά δεν μπόρεσα να του πω σχεδόν τίποτα συγκεκριμένο.
Από τη συνομιλία μας κατάλαβε ότι ήμουνα πολύ ταραγμένος και μου ζήτησε να πάω από το γραφείο του. Πήγα και του είπα όλη την αλήθεια. Του έδειξα το σκονάκι και εκεί έγινε κάτι που δεν μπόρεσα να φανταστώ ποτέ μου. Μου ζήτησε να το πετάξω μόνος μου στην τουαλέτα. Με κάρφωσε στα μάτια και μου είπε τρεις λέξεις μόνο:
"Θα περιμένω πολύ;"
Ορκίζομαι πως το πέταξα με κρύα καρδιά, ενώ κατά βάθος λυπήθηκα για την τύχη της όταν είδα το νερό να την παρασέρνει.
Αυτός σχολίασε γελώντας και πολύ ειρωνικά το όλο θέαμα λέγοντάς μου:
"…Γουστάρω να την βλέπω να ταξιδεύει για τους βόθρους. Εκεί είναι η θέση της…"
Ποτέ δεν έμαθα ποιος έριξε αυτό το σκονάκι κάτω από την πόρτα μου, αλλά ούτε και ξαναβρήκα άλλη φορά. Στην αρχή υποψιάστηκα μήπως το έκανε ο "πέτσινος", αλλά μετά έμαθα ότι ήταν στη στενή προφυλακισμένος για αρπαγή τσάντας. Μετά υποψιάστηκα μήπως το έκανε ο ίδιος για να με δοκιμάσει.
Κάποια φορά το συζητήσαμε, αλλά απέφυγε να συνεχίσει την κουβέντα για το θέμα αυτό. Πολύ αργότερα έμαθα εμπιστευτικά από έναν κολλητό φίλο και συνάδελφό του ότι, ο ίδιος έριξε το σκονάκι.
Και το κυριότερο; Δεν ήταν πρέζα. Ήταν μια αθώα σκόνη.
Είχα ήδη ξοδέψει ένδεκα ολόκληρα χρόνια από τη ζωή μου, τα οποία ήταν καθοριστικά για τη μέχρι τώρα πορεία μου στην κοινωνία.
Μετάνιωσα και ντρέπομαι μέχρι σήμερα γι’ αυτή τη σπατάλη των πιο δημιουργικών χρόνων της ζωής μου.
Ποτέ δεν μπόρεσα να συνειδητοποιήσω, ότι εγώ ήμουνα πρωταγωνιστής μιας τέτοιας ιστορίας. Μιας ιστορίας που χρόνο με το χρόνο με έκανε να χάνω κάθε αίσθηση για ζωή. Μιας ιστορίας που μόνο απελπισία και φθορά είχε να μου προσφέρει.
Ποτέ δεν θα συγχωρήσω τον εαυτό μου για το ότι δεν μπόρεσα να παρευρεθώ στην κηδεία του πατέρα μου, αλλά ούτε και μετέπειτα στην κηδεία του φίλου μου.
Και στις δύο περιπτώσεις ήμουνα φυτό και δεν μπορούσα να μετακινηθώ.
Ο πατέρας μου είχε ήδη πεθάνει πριν από δύο χρόνια. Τον λύγισε ο καημός του για μένα. Ήταν ευαίσθητος άνθρωπος και δεν άντεξε. Αρρώστησε ξαφνικά, και μέρα με την ημέρα χανότανε. Εγώ ήμουνα στο δικό μου κόσμο και δεν μπόρεσα να του συμπαρασταθώ καθόλου, στις τελευταίες έστω, αλλά και πολύ δύσκολες στιγμές της ζωής του. Ήταν τόσο καλός. Μου φέρθηκε τόσο σωστά κι εγώ του έδωσα τη χαριστική βολή. Πέθανε με την ειρωνεία της τύχης και την αδικία της ζωής ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Ήμουνα βλέπετε η αδυναμία του.
Του άξιζε καλύτερο…παιδί.
Η μάνα μου έκλαιγε συνεχώς για το χαμό του πατέρα μου, αλλά είμαι βέβαιος ότι έκλαιγε και για το δικό μου αργό θάνατο, πράγμα που το έβλεπα σε καθημερινή βάση.
Ποτέ δεν θα φύγει από το μυαλό μου εκείνο το ρολόϊ της, που το αντάλλαξα για δυο "γραμμές".
Από τότε δεν ξαναφόρεσε ρολόϊ, γιατί δεν τις περίσσευαν λεφτά για τέτοιες πολυτέλειες.
Πόνεσα και έκλαψα πολύ.
Πολλές φορές φοβήθηκα ότι θα λυγίσω, γιατί ο σωματικός πόνος ήταν πολύ ισχυρός και τα στερητικά μου έντονα.
Με μεγάλη αγάπη, αλλά και απόγνωση απευθύνομαι στα παιδιά που έμπλεξαν, και ρίχνουν μέσα τους το βρώμικο αυτό δηλητήριο για να τους πω ότι, ο κόσμος της πρέζας είναι ότι χειρότερο εμφανίσθηκε ποτέ στη ζωή μας. Δεν θα μπορέσετε να την κόψετε αν δεν κλάψετε και δεν πονέσετε. Μόνο σας παρακαλώ προσπαθήστε. Η ζωή είναι γεμάτη χαρές μακριά της, και αξίζει τον κόπο να τις απολαύσετε όλες.
Αν μπορούσα έστω και για μια στιγμή να σας δείξω τον παλιό μου εαυτό για να με συγκρίνετε με το σήμερα. Τώρα μπορώ να τρώω, να κοιμάμαι, να περπατάω. Μπορώ να κλαίω αλλά και να γελάω. Εκείνο το απροσδιόριστο μίσος για τους πάντες και κυρίως για τους δικούς μου ανθρώπους, εκείνος ο θυμός, η λύπη και η μελαγχολία που με τύλιγαν, δεν υπάρχουν πλέον. Περνούν μόνο από το μυαλό μου σαν μια πολύ μακρινή σκέψη, αλλά και θλιβερή ανάμνηση.
Αυτό το κεφάλαιο της ζωής μου θέλω να το διαγράψω τελείως και να μη εμφανίζεται πλέον ούτε σαν σκέψη στο μυαλό μου.
Η ζωή δεν είναι αυτή που στάζει τυραννικά από την άκρη μιας βρώμικης βελόνας.
Εσείς που ζείτε μέσα σ' αυτή τη μαρτυρική πραγματικότητα, πιστέψτε με ότι η πρέζα είναι ένας πολύ δύσκολος εχθρός, αλλά όχι και ανίκητος. Οπλιστείτε με δύναμη και πάρτε τη μεγάλη απόφαση της ζωής σας.
Πρέπει να ζήσετε.!
Αν κάποια στιγμή έμπαινα ξανά στο λούκι, είχα αποφασίσει να αυτοκτονήσω. Είχα μάλιστα διαλέξει και τον τρόπο που θα το έκανα. Δεν ήθελα να ενοχοποιηθεί κανένας. Θα τελείωνα μόνος, παρέα με την μοναξιά μου και την κατάρα της παραμύθας να με συνοδεύει ακόμα και στο θάνατό μου, αφήνοντας στη μάνα μου και τον αδελφό μου την κληρονομιά της ντροπής και της πίκρας. Μόνο αυτά ήμουν ικανός να τους αφήσω.
Η μοναδική επιθυμία μου θα ήταν να βρεθώ και πάλι στο πλάι του Σωτήρη για να του πω ότι υπήρξαμε …ηλίθιοι. Ποτέ δεν ήθελα να ξαναπεράσω τα όσα πέρασα.
Τα κατάφερα.!!!
Ο Σωτήρης όμως δεν πρόλαβε. Ίσως να ήταν λιγότερο τυχερός. Μέχρι να πεθάνω, θα ζω με την ανάμνησή του.Ήταν τόσο νέος και δεν του άξιζε τέτοια τύχη.

"13.1.1991 – ΕΤΩΝ 25".

Αυτά θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στο μυαλό μου. Ήταν γραμμένα πάνω στην πλάκα του Σωτήρη. Η φωτογραφία του θα βρίσκεται για πάντα τοποθετημένη στο εικονοστάσι του σπιτιού μου. Καταραμένη…παραμύθα…"]
_________________________________________

*
Από τότε πέρασαν δέκα επτά (17) χρόνια. Ο Θανάσης πίστεψε στη ζωή, αγάπησε τον εαυτό του, παντρεύτηκε με την Ελένη Σ. και απέκτησαν δύο παιδιά. Σε ένδειξη λατρείας και αιώνιας αγάπης για το φίλο του, το πρώτο του παιδί το ονόμασε Σωτηρία… Η αναφορά στο πρόσωπό του έγινε με σύμφωνη γνώμη του. Μάλιστα ζήτησε να καταγραφεί η εξομολόγησή του με όσο πιο αποκαλυπτικό τρόπο γινόταν και να αναγραφούν τα πλήρη στοιχεία της ταυτότητάς του, κάτι βέβαια που δεν έγινε για ευνόητους λόγους. Το ρολόϊ της μάνας του αντικαταστάθηκε από τον ίδιο και της δόθηκε την ημέρα της γιορτής της, μέσα σε ατμόσφαιρα χαράς και οικογενειακής ηρεμίας. Στις 26 Ιουλίου. Σήμερα, παράλληλα με τη δουλειά του, προσφέρει αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες του σε κάποια θεραπευτική κοινότητα της Αθήνας.
"...Στη μνήμη του Σωτήρη και των άλλων παιδιών που παλεύουν καθημερινά, θα κάνω τα πάντα…".
Έτσι μου είπε…!!!

Θανάσης Ν.